Ψάρια, το τρίτο εξαγωγικό προϊόν μας Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΙΟΥΣΗ, από την ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ Διεθνής συνάντηση θαλασσοκαλλιεργητών από 31 εθνικές ενώσεις 23 ευρωπαϊκών κρατών που παράγουν περισσότερους από 1,3 εκατομμύριο τόνους ψαριών στις αγορές συνολικής αξίας περίπου 4 δισεκατομμυρίων ευρώ, πραγματοποιείται το τριήμερο 19 έως 21 Μαΐου στην Υδρα, με την ευκαιρία της 37ης Γενικής Συνέλευσης της Συνομοσπονδίας των Ευρωπαίων Υδατοκαλλιεργητών (FEAP), παρουσία του επιτρόπου Αλιείας της Ε.Ε., του προέδρου του FEAP Γιάννη Στεφανή, του προέδρου του ΣΕΘ Αριστείδη Μπελλέ. Στο έτος 2000 υπήρχαν 269 επιχειρήσεις θαλασσοκαλλιεργειών στην Ελλάδα που παρείχαν άμεση ή έμμεση εργασία σε περίπου 10.000 εργαζομένους. Αυτή η έκρηξη της παραγωγής συνδέθηκε με μείωση στις τιμές της τσιπούρας και του λαβρακιού, οι οποίες μειώθηκαν από Α 15,57 ανά κιλό το 1989 στα Α4,50 ανά κιλό το 2000 και λιγότερο από Α4,00 ανά κιλό το 2002 και το 2003. “Αυτή η πτώση στις τιμές οφειλόταν εν μέρει στην αυξανόμενη παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού αλλά και στον μεγάλο αριθμό συμμετεχόντων στην αγορά, στο περιορισμένο μάρκετινγκ και στον φτωχό συντονισμό” μας λέει ο δρ Πάνος Χριστοφιλογιάννης, τεχνικός Σύμβουλος ΣΕΘ και FEAP. “Η ελληνική θαλασσοκαλλιέργεια καταξιώνεται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Τα αποτελέσματα της αυξανόμενης πίεσης στον τομέα είναι η μείωση του αριθμού των επιχειρήσεων υδατοκαλλιέργειας (σε 167 το 2002) εξαιτίας είτε των πτωχεύσεων, είτε των συγχωνεύσεων, αλλά και η πίεση να καθετοποιηθεί η παραγωγή, από την παραγωγή των ιχθυοτροφών, στην παραγωγή γόνου, την εκτροφή και τη διανομή του τελικού προϊόντος στις αγορές. Οι προσπάθειες για τη διαφοροποίηση του προϊόντος είχαν περιορισμένη επιτυχία, με την παραγωγή μυτακίου ή χιόνας (Puntazzo Puntazzo), συναγρίδας (Dentex dentex), φαγκριού (Pagrus pagrus), σαργού (Diplodus sargus), λυθρινιού (Pangelus erythrinus), της γλώσσας (Solea solea) και του Συκιου (Sciaena umbra) αποτελεί λιγότερο από 5% της συνολικής παραγωγής (FEAP 2002)”. Το 80% της ελληνικής παραγωγής τσιπούρας και λαβρακιού θαλασσοκαλλιέργειας εξάγεται, κυρίως στην Ιταλία και την Ισπανία αποτελώντας την τρίτη μεγαλύτερη εξαγωγική δραστηριότητα μετά το ελαιόλαδο και τον καπνό, με αποτέλεσμα να αξιώνουν στρατηγικό ρόλο στην εξαγωγική πολιτική της χώρας. Η παραγωγή γίνεται σε μονάδες εκτροφής πλωτών ιχθυοκλωβών σε όλη την Ελλάδα που συγκεντρώνονται κυρίως στη Δυτική Ελλάδα, τον Κορινθιακό, τον Σαρωνικό, τον Αργολικό κόλπο, τον Βόρειο και Νότιο Ευβοϊκό και λιγότερο στον Παγασητικό, σε Χίο, Μυτιλήνη, Κυκλάδες και Δωδεκάνησα. Η διασπορά αυτή προέκυψε τόσο λόγω της διαθεσιμότητας κατάλληλων περιοχών αλλά και λόγω της εγγύτητας σε υποδομές συσκευασίας και μετασυσκευασίας, όπως και λιμάνια προς τις κύριες χώρες εξαγωγής. Ο τομέας της υδατοκαλλιέργειας στην Ελλάδα απασχολεί άμεσα ή έμμεσα πάνω από 10.000 ανθρώπους συχνά σε απομακρυσμένες αγροτικές περιοχές όπου δεν υπάρχουν άλλες μορφές απασχόλησης (Αναφορά Stirling 2004). Η θαλασσοκαλλιέργεια συμβάλλει στην αποκέντρωση της οικονομίας καθώς οι περιοχές παραγωγής είναι διασπαρμένες σε όλη τη χώρα, τόσο στην ηπειρωτική Ελλάδα όσο και σε όλες τις ομάδες νησιών. Μείωση Ο αριθμός των εταιρειών σήμερα έχει μειωθεί σημαντικά (το 2003 ο αριθμός τους έφτασε τις 167) είτε λόγω της αναστολής λειτουργίας μονάδων είτε λόγω της συγχωνεύσεων και εξαγορών από τις μεγαλύτερες μονάδες του κλάδου. Η παραγωγή υδατοκαλλιεργειών στην Ελλάδα δεν είναι εύκολο να υπολογιστεί λόγω της έλλειψης έγκυρων επίσημων στατιστικών, οι οποίες, για παράδειγμα, αναφέρουν την παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού το 2002 στους 64.700 τόνους, ενώ αναλυτές και ειδικοί του κλάδου την τοποθετούν στο πιο ρεαλιστικό επίπεδο των 103.000 τόνων (Αναφορά Stirling 2004). Από την άλλη πλευρά τα στοιχεία του FEAP από το 1997 μέχρι το 2002 υποδηλώνουν στασιμότητα της παραγωγής χελιών στους 500 τόνους και της πέστροφας μεταξύ 2.500 και 3.500 τόνους. Η αξία του κλάδου της υδατοκαλλιέργειας έχει υπολογιστεί γύρω στα 330 εκατομμύρια Α το 2002 (FEAP) παρ’ όλο που για λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω αυτή μπορεί να υποεκτιμάται μέχρι και κατά 60%. Η ετήσια κατανάλωση ψαριών ανά άτομο στην Ελλάδα είναι περίπου 25Kg FAO, και από αυτή μόνο 2,1 Kg είναι τσιπούρα ή λαβράκι. Αυτό σημαίνει ότι η συνολική ετήσια κατανάλωση είναι περίπου 275 χιλιάδες τόνοι (πληθυσμός περίπου 11 εκατομμύρια) και ότι η υδατοκαλλιέργεια συμβάλλει λιγότερο από 10%. Μια τάση μέτριας ανόδου αναμένεται τα αμέσως επόμενα χρόνια). Η ελληνική παραγωγή αφορά κυρίως εξαγωγές. Η Ιταλία και η Ισπανία απορρόφησαν το 2002 περίπου 47.000 τόνους από το σύνολο των 70.000 τόνων που εξήχθησαν (Αναφορά Stirling 2004). Η υπόλοιπη ποσότητα διατέθηκε στην ελληνική αγορά μέσω των σουπερμάρκετ και των παραδοσιακών ιχθυοπωλών. Η τάση που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια είναι ότι οι αλυσίδες μεγάλων σουπερμάρκετ γίνονται το κύριο όχημα για την παρουσίαση ψαριών υδατοκαλλιέργειας στον τελικό καταναλωτή. Ο Σύνδεσμος Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών (ΣΕΘ) ιδρύθηκε το 1991 και αποτελεί το κυρίαρχο κλαδικό όργανο για την εκπροσώπηση των θέσεων του κλάδου σε οργανισμούς και υπουργεία αλλά και της εκπροσώπησης των ελληνικών θέσεων σε κλαδικές ευρωπαϊκές επιτροπές αλλά και σε επιτροπές της Ε.Ε. μέσα στο πλαίσιο της συνεργασίας με τον FEAP, τη Συνομοσπονδία Ευρωπαίων Υδατοκαλλιεργητών. Οι επιπτώσεις “Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις των μονάδων υδατοκαλλιέργειας ήρθαν στο φως της επικαιρότητας στη χώρα μας περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Μεσογείου λόγω του ανταγωνισμού για διαθέσιμες εκτάσεις στην παράκτια ζώνη μεταξύ τουριστικής ανάπτυξης και υδατοκαλλιέργειας”, προσθέτει ο δρ Πάνος Χριστοφιλογιάννης. “Η επίδραση της υδατοκαλλιέργειας στο υδάτινο περιβάλλον διαφοροποιείται ανάλογα με την ένταση των ρευμάτων στην περιοχή, τον τύπο ιζήματος του βυθού, την εποχή του χρόνου της ιχθυοβιομάζας της συγκεκριμένης μονάδας και της διαχείρισης της σίτισης. Η δυνατότητες παραγωγής μιας θαλάσσιας περιοχής διαφέρουν κατά πολύ από μια άλλη, με αποτέλεσμα να χρειάζεται λεπτομερής ανάλυση όλων των παραμέτρων πριν κάποιος αποφανθεί για τη φέρουσα ικανότητά της. Παλαιότερες μελέτες του Πανεπιστημίου Κρήτης έδειξαν ότι όποια επίδραση παραμένει εντοπισμένη σε μια απόσταση 25 μέτρων γύρω από τα αγκυροβόλια ιχθυοκλωβών και μειώνεται δραματικά τους χειμερινούς μήνες. Ερευνητικά προγράμματα όπως το AQCESS Aquaculture and Coastal, Economic and Social Sustainability για την τύχη των διαλυμένων θρεπτικών συστατικών από την υδατοκαλλιέργεια (καθ. Ιωάννης Καρακάσσης, 2005), έδειξαν ότι η παρουσία μονάδων υδατοκαλλιεργειών σε μια περιοχή οδήγησε στην αύξηση της ποσότητας των άγριων ψαριών που φτάνουν στις τοπικές ιχθυόσκαλες αφενός λόγω των θρεπτικών συστατικών και αφετέρου διότι τα αγκυροβόλια μπορεί να αποτελούν να καταφύγια των άγριων ψαριών, όπως αποδείχτηκε και στο πρόγραμμα MERAMED. Η επίδραση στην ποιότητα των θαλάσσιων υδάτων γύρω από τις μονάδες δεν επηρεάζεται σημαντικά, κάτι που επιβεβαιώνεται και με τα αποτελέσματα άλλων ευρωπαϊκών ερευνητικών προγραμμάτων όπως τα MedVeg και BIOFAQs. Τα διαλυμένα θρεπτικά συστατικά μεταφέρονται άμεσα στη θαλάσσια τροφική αλυσίδα όπως φαίνεται και στο Πρόγραμμα MedVed”.
Από το 1981 και λόγω των καλών κλιματολογικών συνθηκών, της εκτεταμένης και προφυλαγμένης ακτο-γραμμής και κυρίως της σημαντικής ιδιωτικής, εθνικής και ευρωπαϊκής επένδυσης στον τομέα, που συνδέθηκε με τις σημαντικές ανακαλύψεις στην τεχνολογία εκκολαπτηρίων και διατροφής, η βιομηχανία αναπτύχθηκε και αυξήθηκε περίπου 20 φορές μεταξύ 1990 και 2000, φτάνοντας σε μια παραγωγή πάνω από 103.000 τόνων το 2002, 57% της παγκόσμιας παραγωγής υδατοκαλλιέργειας αυτών των ειδών.
Διεθνές Συνέδριο Ιχθυοκαλλιεργητών: Τα ψάρια, το τρίτο εξαγωγικό προϊόν μας
Διαφήμιση