ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
Στη Χίο με τον Γιάννη Μακριδάκη
Ο συγγραφέας μάς οδηγεί στο νησί του Ανατολικού Αιγαίου, σε μια παιδική ηλικία, άγρια και τρυφερή, στην αναπόφευκτη αναχώρηση από τον τόπο και τελικά στην επιστροφή
«Από τα πέντε μου που ξεμπάρκαρα στη Μασσαλία, ύστερα από ένα τρίμηνο καλοκαιρινό μπάρκο με το παλιό φορτηγό «Βυζάντιο», ως τα δεκαεφτά μου που τελείωσα το Λύκειο και πήγα να σπουδάσω, δεν υπήρξε κανένας λόγος ικανός να με βγάλει από το νησί. Το ίδιο ίσχυε για τα περισσότερα παιδιά τότε, που δεν είχανε κάνει και μπάρκο, και ίσως να ισχύει και σήμερα. Οταν ζεις σε έναν τόπο περίκλειστο από τη θάλασσα δεν μπαίνεις εύκολα στο βαπόρι ούτε στο αεροπλάνο αν είσαι παιδί.Κι αν ο τόπος είναι αυτόνομος, με μια σύγχρονη πόλη και αγορά, με τα χωριά του, τις εξοχές του, τις ακρογιαλιές του, όχι μόνο δεν έχεις λόγο να φύγεις αλλά, μιας και είσαι στην ηλικία που μόλις αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο, σχηματίζεις μια πολύ παράξενη εικόνα για αυτόν, εντελώς διαφορετική από εκείνη που έχουν οι ομήλικοί σου στην πρωτεύουσα και στην υπόλοιπη ηπειρωτική χώρα. Γίνεσαι σαν το καναρίνι που γεννήθηκε στο κλουβάκι, έμαθε να ζει όμορφα εκεί μέσα, ενηλικιώθηκε, και ένα ωραίο πρωί όχι μονάχα είδε την πόρτα ανοιχτή αλλά ένιωσε και υποχρεωμένο να φύγει, το τραβούσε βίαια η ζωή και το έσπρωχναν επίσης βίαια οι δικοί του να βγει, να πετάξει, μα να πάει πού, αφού όλος ο κόσμος είν΄ αυτός, έχει κι άλλον; Ετσι γεννιούνται οι μεγάλες αγάπες, μόλις ξεπορτίσεις νιώθεις πόσο πολύτιμο ήτανε για σένα αυτό που άφησες πίσω. Και ή θα το απαρνηθείς διά παντός αν ξελογιαστείς από τον έξω κόσμο, δεν θα ξαναγυρίσεις εύκολα στο κλουβί κι ας το ΄χεις πάντα μέσα σου- ο που γεννηθεί στη φυλακή τη φυλακή θυμάται, λέει ο λαός- ή, αν δε θέλεις να ενταχθείς αλλού ούτε μπορείς να συνηθίσεις αλλιώς, γυρνάς πίσω με την πρώτη ευκαιρία, ξαναμπαίνεις στο κλουβί με τη θέλησή σου μα αφήνεις πια την πόρτα ανοιχτή και ξέρεις τον δρόμο για προσωρινές, ηθελημένες και αναγκαίες αποδράσεις.
Μεγάλωσα σε μια γειτονιά που μόλις είχε αρχίσει να δημιουργείται στη βορινή άκρη της πόλης της Χίου. Οι κάτοικοί της, ναυτικοί οι πιο πολλοί, γενιά της Κατοχής, απόγονοι προσφύγων, που μόλις είχανε καταφέρει να κάνουνε κομπόδεμα και να χτίσουνε ένα καλό σπίτι αλλά και άλλοι, εσωτερικοί μετανάστες από τα βόρεια χωριά του νησιού, τα έρημα πλέον. Οσοι δε φύγανε για Αυστραλία, για Αμερική και για Αθήνα κατεβήκανε στη Χίο και φτιάξανε εκεί το σπιτικό τους, σαν να πιάσανε το πρώτο οικόπεδο που βρέθηκε στο διάβα τους.
Η φήμη του αλήτη