τη Νικολέτα, που μπορεί η φύση να της χαλάλισε μόνο ενάμισι μέτρο αλλά αν ξεχνιόταν και δεν έλεγε στα πρωτάκια της “βγείτε έξω”, τα έβρισκε μετά το διάλειμμα ακόμα μέσα στην τάξη καθισμένα στα θρανία τους και λέγαμε πως έχει έναν μοναδικό τρόπο να τα αποβλακώνει και
το Μανώλη, που κάθε μεσημέρι στο σχόλασμα μπορεί να έπαιρνε στο σπίτι του αντί για την τσάντα του πότε το φορητό κασετόφωνο και πότε τον προτζέκτορα αλλά ήταν πάντα διαθέσιμος, και
τη Φρόσω, που μπορεί να το έπαιζε μαστόρισσα αλλά όταν λούστηκε με το νερό από το παλιό σιδερένιο καζανάκι οροφής μες
της Ματρώνας Αποστολίδη
συνταξιούχος δασκάλα
το καταχείμωνο και βγάλαμε όλες από ένα ρούχο να της δώσουμε να πάει σπίτι της, παράτησε τις επισκευές και αφιερώθηκε στην ποίηση και την ηθοποιία και
την Ελένη, τη δυο μέτρα γυναίκα, που μπορεί τα παντελόνια που κυκλοφορούσαν στην αγορά τότε να της έφταναν μέχρι τον αστράγαλο αλλά ήταν η ίματζ μέικερ μας, γιατί μια δασκάλα πρέπει να είναι πάνω απ’ όλα περιποιημένη, και
το Δημήτρη που μπορεί να είχε κόλλημα με έναν Μάλαμα που δεν τον ήξερε ούτε η μάνα του αλλά είχε τα κότσια να πάει στο Σουδάν να δουλέψει, και φυσικά
τον Παναγιώτη, που είχε βάλει στοίχημα να μας μεταδώσει από τη μια μέρα στην άλλη την εμπειρία ζωής των 27 χρόνων του στις σχολικές γιορτές.
Αξιολόγηση για μας ήταν η κάθε μέρα στο σχολείο με αποκορύφωμα εκείνη η γιορτή μια βραδιά του Ιούνη του ενενήντα κάτι, που όλοι έφυγαν δακρυσμένοι κι ήταν ίσως η μοναδική φορά που είδα τον πατέρα μου να φορτίζεται συναισθηματικά, χαλάλι τα 80 μέτρα σκηνικό, τη Δραπετσώνα της προσφυγιάς σε μια αυλή, που φτιάξαμε μόνοι μας περνώντας μέρες και νύχτες κλειδωμένοι στο σχολείο καρφώνοντας και μπογιατίζοντας, τότε που είχα προσλάβει νταντά για τα παιδιά μου, γιατί το σχολείο ήταν το σπίτι μας και ήταν εποχές που νιώθαμε δημιουργικοί χωρίς εγκυκλίους, δεν είχαμε ρουφιάνους και φασίστες ανάμεσά μας ούτε κουτάκια σε υπολογιστή να μας καταδιώκουν.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: Matrona Apostolidi