Nein, kaput, σπάει την σιωπή η φωνή του Γερμανού αξιωματικού. Στο άδειο από έπιπλα δωμάτιο, απόκοσμη αντηχεί . Ψυχές γύρω του περιμένουν. Μια λέξη, να γιάνει ο πόνος. Στους ξασπρισμένους τοίχους του δωματίου παιχνίδι σκιών και σιωπής η αγωνία. Τρεμοσβήνει η λάμπα. Σώνεται το πετρέλαιο. Ένα κερί από την εκκλησιά, ψιθυρίζει μια άλλη φωνή. Όχι, όχι, ουρλιάζει η μάνα, όχι από την εκκλησιά. Ανάψτε το καντήλι. Σώθηκε το λάδι. Κινούνται παράξενα απόψε οι ζωές σε τούτο το νυχτέρι. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες κράτησε. Γοερά θρηνεί μια κουκουβάγια απ’ όξω. Διώξτε την, διώξτε την, προστάζει η μάνα. Κακό θα φέρει.
Αγιος ο θάνατος,
του Ζαννή Στρογγυλού
Χρυσαφικό τάξανε στον Γερμανό για να ρθει. Λίρες δεν είχε πια. Στην μαύρη τις έδωσε, όσες είχαν μείνει απ’ την προίκα της. Αλεύρι, λίγο λάδι, κάτι να φας για να μην πεθάνεις. Δέσποινα, χρυσό θέλει, της είπε η άμια Ευτέρπη του Κωσταντή. Τάξε του και να δεις που θα ρθει. Ήξερε αυτή από τέτοια αλισβερίσια. Είχε πάρε-δώσε με τον Παναή της Μαρουδιάς το γιο, μαυραγορίτη και χαφιέ των Γερμανών. Μια χαρά τα κανονίζανε οι δυο τους. Πλούτιζε αυτός, κάτι κονόμαγε και η Ευτέρπη. Σπουδαγμένος ειν’ στον τόπο του Δέσποινα, αυτός θα ξέρει. Τι να σου κάνει η Ερήνη, σάμπως γνωρίζει απ’ αυτά. Τάξε του και πάω τώρα να βρω τον Παναή. Την βέρα μου, πάρτηνε, δεν έχω τίποτα άλλο. Μόνο τρέξε σου λέω, τρέξε να τον φωνάξεις.
Χρόνια γειτόνισσες, από τότε που παντρεύτηκε το Νικολή και μείνανε σ’ αυτό το σπίτι. Απέναντι η πόρτα της εκκλησιάς με την δική της. Ευλογημένη είσαι, της λέγαν στο χωριό. Έκανε τον σταυρό της , και δόξαζε τον Θεό. Να ξυπνήσει το παιδί και θα ρθουμε να σ’ ανάψουμε το καντήλι, ψιθύρισε εκείνο το πρωί . Μιλούσε μαζί της , κι ας μην της απαντούσε εκείνη. Τρίζει η βαριά σκοροφαγωμένη πόρτα της εκκλησιάς. Το μαρμάρινο υπέρθυρο αγγελούδι χαμογελάει . Βλέπει το κορίτσι που σέρνεται νυσταγμένο από το φουστάνι της μάνας του. Φως πλημμυρίζει τον χώρο καθώς ανοίγει η πόρτα. Έλα μην φοβάσαι, της λέει, κοτζάμ κοπέλα έγινες. Ήταν, δεν ήταν τριών χρονών η Σοφούλα της. Στην κατοχή γεννήθηκε. Έλα, κάνε τον σταυρό σου. Με το καλό το χέρι, το δεξί. Άγιος ο Θεός… Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου αγκαλιάζουν παράξενα τον καπνό από το λιβάνι που καίει. Δράκοι σχηματίζονται, γελούδες, ξωτικά. Κύριε ελέησον… Λιγοστό το λιβάνι, να ξορκίσει το κακό. Για τον Νικολή που ναι στη Μέση Ανατολή, για τον κόσμο που υποφέρει, που πεινάει, για να λευτερωθεί ο τόπος τούτος. Κύριε ελέησον… Τεντώνεται στ’ ακροδάχτυλα των ποδιών για να πάρει ύψος και να ανάψει το κερί. Κοίτα, ψήλωσα μαμά. Βαρύ, μολύβι το μανουάλι δίπλα στο εικονοστάσι. Άγιος ισχυρός… Το ξύλινο τέμπλο που κρύβει το ιερό, τρίζει. Σκυθρωπά τα πρόσωπα των Αγίων. Λες κι αγρίεψαν ξαφνικά. Θολή η ατμόσφαιρα από το θυμίαμα. ‘Εν ταις μάρτυσι λάμπεις Σοφία ένδοξε… ψάλλει η μάνα μπροστά από το εικόνισμα της Αγίας. Άγιος ο Θάνατος… Αθάνατος, διορθώνει η μάνα την κόρη. Την βλέπει από μακριά να προσπαθεί να ανάψει το κερί. Ελέησον ημάς… Η παιδική κραυγή σπάει την κατανυκτική ατμόσφαιρα του χώρου. Σκίζονται τα σωθικά της μάνας. Και μετά σιωπή. Τρέχει κοντά της. Το αίμα του κοριτσιού παράταιρο με το φως του κεριού που σβήνει. Ρέει, κοκκινίζουν οι πλάκες στο δάπεδο. Βαρύ το μανουάλι πάνω στο παιδικό κεφάλι.
Τρεις μέρες , ξαπλωμένο σε μια κουβέρτα πάνω στο τραπέζι. Δεν μιλά, δεν αντιδρά, ίσα που αναπνέει. Σαν πουλάκι η ανάσα του, δύσκολα βγαίνει. Θρηνεί το πρωτοπαίδι της η μάνα. Κλάμα βουβό, ψυχές ματώνει. Εγώ φταίω, εγώ φταίω ψιθυρίζει μέσα από τα αναφιλητά της. Κι Εκείνη, που δεν το προστάτεψε. Ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπο του Γερμανού γιατρού, την στιγμή που φεύγοντας έκλεινε την πόρτα.
Λαγκάδα 14/5/2018
Ζαννής Ι Στρογγυλός
(Τα κείμενα είναι γραμμένα στα πλαίσια του Λογοτεχνικού Εργαστηρίου-2, του 2018, του Ομήρειου Πνευματικού Κέντρου Δήμου Χίου, με εμψυχωτή τον Γιάννη Μακριδάκη και δημοσιεύονται με τη σύμφωνη γνώμη των δημιουργών τους.)