Πολλά δεν ήξερε η Μάρθα που έμελλε να τα μάθει την μέρα που στα χέρια της άφησε την τελευταία του πνοή ο παππούς, πρωτομαγιά του ’75. Της είχε τηλεφωνήσει η μάνα της το προηγούμενο βράδυ, να της πει ότι ο παππούς είχε καταπέσει πια και στην τελευταία του αναλαμπή επάνω, είχε ζητήσει να την δει. Βέβαια και άλλες φορές έδειχνε να οδεύει προς το τέλος αλλά γρήγορα ανασταινόταν. Ήταν η πρώτη φορά όμως που είχε ζητήσει να την δει· αυτό της είχε επισημάνει η μάνα της, βοηθούσε και η απεργία λόγω της ημέρας και έτσι αποφάσισε να πάει στο χωριό.
της Ολγας Κοτοπούλη
Φτάνοντας έτρεξε ευθύς στην κάμαρα του· τον είδε στο κρεβάτι με κλειστά τα μάτια να βαριανασαίνει. Ούτε που κατάλαβε τον ερχομό της. Προχώρησε, τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε δίπλα του. Δεν του μίλησε μόνο του έπιασε το χέρι και το κράτησε σφιχτά μέσα στο δικό της σαν να ήθελε να τον κρατήσει στη ζωή. Με το άλλο της χέρι του χάιδεψε το κεφάλι και τότε αυτός άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε· του χαμογέλασε, ήρθα παππού, αμέσως μόλις με ζήτησες, του είπε. Εκείνος έκανε νόημα στη μάνα της, την Κατερίνα να φύγει από την καμάρα και ύστερα καταβάλλοντας προσπάθεια είπε, παιδί μου , θέλω να σου μιλήσω δεν θέλω να φύγω πριν μάθεις.
Η Μάρθα που δεν είχε μάθει ούτε καν ότι βαφτίστηκε δυο φορές. Μια με αεροβάπτισμα μόλις γεννήθηκε, Μάη μήνα σε ένα χωράφι μέσα και μια κανονικά στην κολυμπήθρα. Κανείς δεν γνώριζε ότι η μάνα της, που πέθανε αμέσως μετά την γέννα, δεκαέξι χρονών και ανύπαντρη, ήταν έγκυος. Η γιαγιά της που ήταν παρούσα, παρόλο που έκλαιγε για τον χαμό της κόρης της, προς στιγμήν σκέφτηκε να πνίξει το μωρό με τον ομφάλιο λώρο, να γλυτώσουν την ντροπή αλλά έτσι λιποβαρές και αδύναμο που το είδε πίστεψε ότι θα πεθάνει, δεν είχε νόημα να βάψει τα χέρια της με αίμα. Έφτανε μια αμαρτία στην οικογένεια, δεν χρειαζόταν άλλη. Την σήκωσε λοιπόν ψηλά και την αεροβάπτισε αμέσως. Το μωρό όμως έζησε και μεγάλωσε σαν παιδί της θείας της, της Κατερίνας που ήταν λεχώνα τότε στον τρίτο γιο και που πάντα ήθελε και μια κόρη. Κανονίστηκε και δηλώθηκε σαν δίδυμη αδελφή του ξαδέλφου της. Έτσι η θεία έγινε μάνα και τα ξαδέλφια, αδέλφια. Στα χωριά ξέρουν να κρατούν μυστικά, κανείς δεν μίλησε ξανά γι αυτό και όλα ξεχάστηκαν γρήγορα.
Μα αυτό που ήθελε να της πει ο παππούς καλώντας την κοντά του την ύστατη στιγμή κανείς δεν το ήξερε. Μόνο η πραγματική της μάνα που ήταν νεκρή και που δεν μίλησε για αυτό το θέμα, ποτέ σε κανέναν. Και πώς να μιλήσει; και τι να πει; Ντρεπόταν και φοβόταν. Πως να πει ότι ασελγούσε πάνω της ο ίδιος της ο πατέρας τρία ολόκληρα χρόνια; Πως να πει ότι έμεινε έγκυος από αυτόν; Κανείς δεν θα την πίστευε. Ο πατέρας της που θεωρείτο καλός οικογενειάρχης, δουλευταράς και τίμιος. Και έτσι ήταν με όλους, καλός και τίμιος, μόνο γι αυτήν ένοιωθε ένα πάθος που δεν μπορούσε να δαμάσει. Του είχε πει πως ήταν έγκυος και πίστευε πως θα γλίτωνε από το μαρτύριο της αλλά αυτός ούτε τότε δεν σταμάτησε. Ασέλγησε πάνω της και το τελευταίο ξημέρωμα· ίσως να προκάλεσε με αυτόν τον τρόπο την πρόωρη γέννα και κατά συνέπεια και τον θάνατο της.
Αυτά της εξομολογήθηκε ο παππούς ασθμαίνοντας και διακόπτοντας πολλές φορές την αφήγηση του προσπαθώντας να αποσπάσει έστω και μια της λέξη. Μάταια. Στο τέλος της ζήτησε συγχώρεση. Η Μάρθα ανέκφραστη, κέρινη μάσκα ίδια, άφησε το χέρι του που όλη αυτή την ώρα το κρατούσε, σηκώθηκε τον φίλησε στο μάγουλο και του είπε στο αυτί, δεν είμαι θεός να συγχωρώ. Πήρε το μαξιλάρι και το πίεσε με δύναμη στο πρόσωπό του. Όταν αυτός ξεψύχησε, έβαλε το μαξιλάρι στην θέση του και ψιθύρισε, μάνα μπορείς να αναπαυθείς, απέδωσα δικαιοσύνη . Βγήκε έξω δακρυσμένη και ανήγγειλε τον θάνατο του.
(Τα κείμενα είναι γραμμένα στα πλαίσια του Λογοτεχνικού Εργαστηρίου του Ομήρειου Πνευματικού Κέντρου Δήμου Χίου, με εμψυχωτή τον Γιάννη Μακριδάκη και δημοσιεύονται με τη σύμφωνη γνώμη των δημιουργών τους.).