Άλλη μια προσωπική μαρτυρία από τον ξεριζωμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας το 1922, όπως την κατέγραψε η εγγονή της Αρίστης Αποστολίδη (ή Άποσταλ) Ιωάννα Νασιοπούλου.
Η Ιωάννα μού εμπιστεύτηκε το αγγλικό κείμενο, το οποίο μετέφρασα στα ελληνικά.
Μικρό μνημόσυνο της γιαγιάς Αρίστης και αφιέρωμα στην μνήμη όλων όσων ξεριζώθηκαν τότε.
«H αγαπημένη μας γιαγιά Αρίστη γεννήθηκε στις 25 Ιουνίου 1912 στην Απολλωνιάδα της Μικράς Ασίας. Την μεγάλωσε η γιαγιά της γιατί οι γονείς της είχαν πεθάνει πολύ νέοι.
Η γιαγιά πέρασε χαρούμενα και ξένοιαστα παιδικά χρόνια, παίζοντας με τα τρία αδέλφια της και με τα γειτονόπουλα – οι Έλληνες κι οι Τούρκοι ζούσαν μαζί ειρηνικά τότε. Η γιαγιά της είχε αγρόκτημα εκτροφής μεταξοσκωλήκων, κι η γιαγιά με τα αδέλφια της έκοβαν και μάζευαν φύλλα για να φάνε οι μεταξοσκώληκες.
Η γιαγιά πάντα μας έλεγε ότι τάιζε όλα τα ζώα που είχαν στο κτήμα με πολλή χαρά. Όλοι όσοι την γνώριζαν ήξεραν πόσο αγαπούσε τα ζώα, να τα φροντίζει, να τα ταΐζει, να παίρνει όσα πουλιά είχαν σπασμένες φτερούγες ή κούτσαιναν στο σπίτι για να τα περιθάλψει μέχρι να γίνουν καλά και να τα αφήσει ελεύθερα στη φύση. Όποιος την γνώριζε ήξερε πόσο πολύ αγαπούσε τον αγαπημένο της Αρσένη, το ντόμπερμαν μας, που μόλις κανείς πλησίαζε την γιαγιά, ήταν σε επιφυλακή!
Τον Αύγουστο του 1922 η γιαγιά της η Ευστρατία άρχισε να ακούει φήμες για πόλεμο. Οι Τούρκοι ήθελαν να διώξουν τους «Έλληνες», αλλά η Ευστρατία δεν ανησυχούσε.
Αγαπούσαν τους Τούρκους φίλους τους, ήταν σαν μια οικογένεια. Κι ύστερα, πώς θα εγκατέλειπε την επιχείρησή της; Τα εγγόνια της ήταν ευτυχισμένα και γερά, και μεγάλωναν όμορφα στο χωριό τους.
Έτσι αγνόησε τις φήμες του πολέμου -λόγια του αέρα!- και συνέχισε να φροντίζει για την οικογένειά της.
Μια μέρα, όμως, τους έφτασε μια δυνατή μυρωδιά καπνού, τα μάτια τους δάκρυζαν από τον καπνό που γέμισε το χωριό τους. Άκουγαν κραυγές από μακριά, κάπου γινόταν χαλασμός στην ήσυχη περιοχή τους, κι άρχισαν να φοβούνται.
Η γιαγιά Ευστρατία έπιασε να μαζεύει τα εγγόνια της, αλλά δεν μπορούσε να βρει το πιο μεγάλο, τον Γιώργο. Η Αρίστη είπε στην γιαγιά της ότι ο Γιώργος είχε πάει στο γειτονικό χωριό να ταΐσει την κατσίκα του και να μαζέψει μούρα για τους μεταξοσκώληκες.
Τότε ήταν που άρχισε ο πανικός. Οι κραυγές πλησίασαν, άλογα με μαυροντυμένους καβαλάρηδες που κράδαιναν σπαθιά έτρεχαν στις γειτονιές του χωριού ανάβοντας φωτιές και αρπάζοντας γυναίκες και μικρά κορίτσια.
Χτυπούσαν τους άντρες, ο καπνός πύκνωνε. Τους είπαν ότι είχαν 10 λεπτά να μαζέψουν τα υπάρχοντά τους και να τρέξουν στο λιμάνι. Η Απολλωνιάδα ήταν ταξίδι μισής μέρας μέχρι την Προύσα (τώρα Bursa) στη θάλασσα του Μαρμαρά, όπου τους είχαν πει να συγκεντρωθούν. Οι γείτονες άρχισαν να μαζεύουν τα πράγματά τους για να φύγουν κι η γιαγιά Αρίστη θυμόταν το χάος που επικρατούσε, τον καπνό και τον τρόμο, οι γυναίκες να φωνάζουν κι οι άντρες να προσπαθούν να ξεφύγουν από τους «άντρες πάνω στ’ άλογα». «Γιώργο!» Ο Γιώργος δεν ήταν πουθενά!
Και η Ευστρατία δεν μπορούσε να στείλει καμιά από τις εγγονές της να τον βρουν, ούτε μπορούσε να τις αφήσει μόνες τους. Οι καβαλάρηδες άρχισαν να χτυπούν τις πόρτες: «φύγετε ή θα καείτε ζωντανοί!»
Η Ευστρατία μάζεψε τα παιδιά, άρπαξε ό,τι πολύτιμο μπορούσε να πάρει μαζί, αλλά πώς μπορούσε να αφήσει πίσω τον Γιώργο; Πού ήταν; Τον είχαν βρει οι καβαλάρηδες; Τον άρπαξαν; Τον έκαψαν; Το μυαλό της δεν μπορούσε να συλλάβει τι συνέβαινε γύρω της. Η γιαγιά Αρίστη έλεγε πως είχε παρατηρήσει την Ευστρατία να προσπαθεί να φερθεί ωραία στους καβαλάρηδες για να κερδίσει χρόνο, αλλά του κάκου.
Έτρεξε στον διπλανό γείτονα, έναν Τούρκο, και τον παρακάλεσε: «Αν ο Γιώργος γυρίσει, στείλε τον στο λιμάνι».
Έτρεξε πίσω στο σπίτι, μάζεψε την Σουλτάνα, την Αρίστη και την Ελένη, την πιο μικρή. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να προσευχηθεί να τους βρει ο Γιώργος! Κατάφεραν να φτάσουν στο λιμάνι. Μπορούσαν να δουν σε απόσταση τον καπνό από άλλα χωριά να καίει, άκουγαν ακόμη τις κραυγές για βοήθεια, και το πανδαιμόνιο συνεχιζόταν ολόγυρά τους. Όταν έφτασαν στο λιμάνι, τους έσπρωξαν σε μια βάρκα που πήγαινε στη Θάσο. Τα παιδιά κοίταζαν συνέχεια πίσω στην ακτή να δουν τον αδελφό τους, αλλά δεν μπορούσαν να τον δουν πουθενά. Ήταν τρομοκρατημένα, άφηναν πίσω το σπίτι τους χωρίς λόγο, και τώρα είχαν χάσει και τον αδελφό τους.
Ο φόβος άρχισε να τους κυριεύει καθώς η βάρκα άφηνε την αποβάθρα.
Η Σουλτάνα τον είδε πρώτη, ένα αγόρι με κάτι που φαινόταν σαν κατσίκι στους ώμους να τρέχει προς την αποβάθρα κουνώντας το ένα χέρι ενώ με το άλλο βαστούσε γερά την κατσίκα του, τον θησαυρό του, Οι άλλοι άνθρωποι κατάλαβαν τι συνέβαινε και του φώναξαν να κολυμπήσει, να πηδήσει στο νερό, ο καπετάνιος σίγουρα θα σταματούσε αν έβλεπε ένα παιδί στο νερό. Του φώναζαν ουρλιάζοντας: «Παράτα το κατσίκι! Πήδησε! Πήδησε να σωθείς!” Δεν μπορούσε να το κάνει. Δεν μπορούσε ν’αφήσει την αγαπημένη του κατσίκα, κι έτσι πήδησε στο νερό κρατώντας την κατσίκα από ένα σκοινί και κολύμπησε προς τη βάρκα, τραβώντας την από πίσω του. Τα κατάφερε να φτάσει στη βάρκα τελικά και ξαναβρέθηκαν με την οικογένειά του.
Έχω ακούσει αυτήν την ιστορία εκατό φορές, και θυμάμαι κάθε φορά την θλίψη στο πρόσωπο της γιαγιάς Αρίστης. Είχε ραγίσει η καρδιά της σαν άφησε το σπίτι της τότε κι έλεγε πως είχε δει πολλά που έμειναν στο μυαλό της μέχρι τα γεράματα.
Κι η εχθρικότητα που οι ντόπιοι έδειξαν στους πρόσφυγες κι ας ήταν Έλληνες, με την ίδια θρησκεία, τα ίδια έθιμα, ήταν αναπάντεχη…
Δεν ήξερε τότε η γιαγιά Αρίστη πως θα ξεριζωνόταν και πάλι πολλά χρόνια αργότερα σαν ήρθε στον Καναδά. Η έκφραση τής γιαγιάς όταν μιλούσε για τον ερχομό της στον Καναδά έδειχνε την ανησυχία που είχε τότε αλλά και τον ενθουσιασμό της.
Όταν μιλούσε για την καταστροφή του χωριού της, όμως, έκλαιγε και μελαγχολούσε για ώρες μετά.
Αλλά ήθελε να ξέρομε πώς ένιωσε σαν άφησε την Μικρά Ασία, πόσο περήφανη ήταν για την γιαγιά της που τους μεγάλωσε και τους ανάθρεψε τόσα χρόνια.
Ζούσαν καλά στην Απολλωνιάδα, τα είχαν όλα. Μάθαιναν ξένες γλώσσες, μουσική, καλές τέχνες, και ξαφνικά όλα αυτά χάθηκαν. Η γιαγιά Αρίστη είχε πολλές ιστορίες να μας πει…
Οι Γερμανοί είχαν επιτάξει το σπίτι τους όταν εγκυμονούσε με τον πατέρα μου. Είχαν χτίσει με τον άντρα της ένα σπίτι στην κορυφή του λόφου, το τελευταίο σπίτι στη γραμμή, κι είχαν ωραία θέα της πόλης. Οι Γερμανοί το βρήκαν τέλειο για αρχηγείο και παρατηρητήριο. Μετακόμισε σε ένα δωμάτιο πλάι στον σταύλο, στο ύψος του δρόμου, ενώ οι Γερμανοί αξιωματικοί εγκαταστάθηκαν στο σπίτι. Έλεγε πως οι άλλοι συντοπίτες της δεν της μιλούσαν ούτε της έδιναν εργασία γιατί οι Γερμανοί έμεναν στο σπίτι τους και υποπτεύονταν πως ήταν κατάσκοπός τους. Ο παππούς μου έλειπε στον πόλεμο, κι εκείνη πολεμούσε σ’ έναν άλλο πόλεμο. Έμεινε χήρα με ένα αγοράκι τριών χρόνων κι ύστερα έπρεπε να δουλεύει μέρα και νύχτα για να το μεγαλώσει, αφήνοντας το μόνο στο σπίτι. Το 1956 ήρθε στον Καναδά. Έλεγε πως επιτέλους ένιωσε ελεύθερη.
Αγάπησε τον Καναδά, έγινε η πατρίδα της, ένας ειρηνικός τόπος. Δεν φοβόταν πια το άγνωστο, τίποτα πια δεν μπορούσε να υπερβεί αυτά που είχε ήδη περάσει, είχε αντέξει στα χειρότερα και τώρα ένιωθε πια ασφαλής.
Η γιαγιά Αρίστη πέθανε το 2008, μια μέρα πριν να γίνει 96 χρόνων. Την θρηνήσαμε, αλλά την αισθανόμασταν να μας παρηγορεί από ψηλά.
Η γιαγιά μου ήταν καταπληκτική. Τα φαγητά της ήταν πεντανόστιμα, τα εργόχειρά της θαυμαστά, η αγάπη της για τη ζωή μεταδοτική, ο καλοφροντισμένος κήπος της γεμάτος πολύχρωμα κι ευωδιαστά άνθη. Δεν υπήρχε τίποτα που δεν μπορούσε να διορθώσει η γιαγιά με ένα φλιτζάνι καφέ ελληνικό και μερικές σοφές συμβουλές. Ζει πάντα στην καρδιά και στο νου μας».
Ιωάννα Νασιοπούλου
Μετάφραση: Σοφία Καρασούλη Σεπτέμβριος 2023