Αρχική Απόψεις Face-tweet Η οδύσσεια ενός διανομέα φυλλαδίων, γράφει ο Αλέξανδρος Πολιτάκης

Η οδύσσεια ενός διανομέα φυλλαδίων, γράφει ο Αλέξανδρος Πολιτάκης

200
Ανάμεσα στις πολλές συνεντεύξεις που έδωσα και τις δουλειές που έπιασα, ξεχωριστή θέση στη μνήμη μου έχει η εργασία μου ως διανομέας φυλλαδίων:
Έπρεπε να ξυπνάω στις 5 και μισή ή νωρίτερα για να πηγαίνω στο Ελληνικό, την Κηφισιά ή άλλο μακρινό σημείο συγκέντρωσης.
Το προηγούμενο βράδυ δεν κοιμήθηκα από την ανυπομονησία και τη χαρά που επιτέλους με πήραν σε μια δουλειά.
Στο χώρο συγκέντρωσης, αφού δώσαμε το παρόν, έπρεπε να περιμένουμε μια ώρα τουλάχιστον μαζί με τους συναδέλφους διανομείς. Δεν ξέρω τι περιμέναμε. Αφού υπογράψαμε μας στρίμωξαν έξι-έξι σε αμάξια. Μετά από άλλα σαράντα λεπτά φτάσαμε επιτέλους στον τόπο της εργασίας.
Πληρωνόμασταν με την ώρα. Το διάστημα μεταξύ 5 και μισή που θα ξυπνούσα μέχρι τις 7 και μισή που θα φτάναμε στον τελικό προορισμό δε θεωρούνταν χρόνος εργασίας. Επιπλέον, τα υποχρεωτικά δύο-τρία μισάωρα διαλείμματα μεταξύ των συγκεντρώσεων για ανεφοδιασμό ή οι ενδιάμεσες μετακινήσεις δε μετρούσαν ως εργασία. Τέλος, ούτε ο χρόνος της επιστροφής προς τη στάση του μετρό και ούτε φυσικά η επιστροφή από το Ελληνικό στο σπίτι μου πιανόταν ως εργασία.
Έπρεπε να τρέχω σε πολυκατοικίες και μερικές φορές να χτυπάω κουδούνια ανυποψίαστων κατοίκων. Απαγορευόταν να αφήσω το φυλλάδιο έξω στην πυλωτή. Απαγορευόταν να προχωράω κανονικά, πόσο μάλλον να σταθώ ή να ξαποστάσω κάπου.
Ο ομαδάρχης ερχόταν με αυτοκίνητο για ανεφοδιασμό και έλεγχο.
Πάνω από αυτόν ήταν οι επόπτες, οι οποίοι γυρνούσαν ινκόγκνιτο για να τσεκάρουν αν λουφάρεις.
Τους επόπτες, όμως, επόπτευαν άλλοι, μυστικότεροι επόπτες, να δούνε μην τύχει και κάθονται παρκαρισμένοι σε καμιά γωνιά ακούγοντας Καζαντζίδη.
Και πάνω από όλους, τους εποπτευόμενους επόπτες των εποπτών, επόπτευε η Λαμπρινή! Η Λαμπρινή ήταν νεαρή κυρία που έλεγχε από τα Ιωάννινα τις θέσεις όλων μας μέσω GPS. Με καλούσε για να μάθει αν τρέχω καλά.
Κατακόκκινος από τον ήλιο και με τα ρούχα περιρεόμενα από ιδρώτα, ο οποίος κατρακυλούσε από κορυφής έως τα κολυμβώντα δάχτυλα των ποδιών, έψαχνα κάπου στο δρόμο περίπτερο για νερό. Ούτε νερό μας έδωσαν.

Από το ξημέρωμα μέχρι το απόγευμα που γύρισα στο σπίτι κατάφερα να βγάλω 12 ευρώ για υποτιθέμενη τετράωρη εργασία που ήταν δεκάωρη για μένα. Μας πλήρωσαν εκεί μέσα στο δρόμο. “Πάρτα και σε καλή μεριά”. Αν ήμουν καλός στο τρέξιμο θα ‘παιρνα μπόνους 3,5 ευρώ! Ξόδεψα όμως 1,5 ευρώ σε μπουκαλάκια νερού και δύο εισιτήρια του μετρό. Μου έμειναν 8,5.

Όταν γύρισα σπίτι δε μπορούσα να περπατήσω… δεν είχα συνηθίσει στο τρέξιμο και την ορθοστασία.
Άμα συνήλθα, καθόμουν και σκεφτόμουν πώς να ξοδέψω καλύτερα αυτά τα 8,5 ευρώ που βγήκαν κυριολεκτικά από τον ιδρώτα μου. Θυμήθηκα τότε ότι πεινούσα. Είχα ξεχάσει να φάω από την προηγούμενη μέρα. Επίσης είχα ξεχάσει να κοιμηθώ από τη χαρά που είχα βρει εκείνη τη δουλειά. Παρήγγειλα μια περιποιημένη πίτσα 7 ευρώ. Θα μου έμεναν άλλα 1,5 ευρώ με τα οποία θα αγόραζα τα τρία νερά της αυριανής. Δε μπορούσα να σηκώνω και ενάμισι λίτρο παγούρι…

Ανοίγοντας την πόρτα στον συνάδελφο διανομέα που μου κουβάλησε το φαΐ, ένιωσα μια ανεξήγητη -σχεδόν μεταφυσική- συμπάθεια προς αυτόν τον εργαζόμενο. Πήγα να τον αγκαλιάσω και να του πω “αδερφέ μου! Κι εσύ σοκάκι είσαι… Ζωντανό σοκάκι”. Ευτυχώς δεν του ‘πα τίποτα του αθρώπου. Του ‘δωσα κι εκείνα τα κέρματα που είχα φυλάξει για τα νερά της επομένης και τον άφησα να πάει στη δουλειά του.
Ύστερα τηλεφώνησα στην υπερεποπτική επόπτρια των εποπτευομένων εποπτών Λαμπρινή και της είπα TYN.

Γράφει ο

Διαφήμιση
Προηγούμενο άρθροΜπουρέκι τσουκνίδας, από τη στήλη του Στρατή Πόθα
Επόμενο άρθροΣτη Χίο για εκπαιδευτική εκδρομή το Ελληνογαλλικό σχολείο