τρώμε ψάρι και κολιό
και την άλλη Κυριακή
τρώμε κόκκινο αυγό!»
Των Βαγιών τρώγαμε πάντα ψάρια μαρινάτα, με την υπέροχη σάλτσα που μοσχομύριζε δεντρολίβανο. Ήταν μια από τις σπεσιαλιτέ της συχωρεμένης τής μητέρας μου. Την έφτειαχνε αποκλειστικά μια φορά το χρόνο και γι ´αυτό την περιμέναμε με τόση λαχτάρα, όπως την πηχτή της την Πρωτοχρονιά και τη μαγειρίτσα το βράδυ της Ανάστασης.
Και βέβαια η μέρα άρχιζε πάντα μετά βαΐων και κλάδων, πανηγυρικά. Κατάμεστη η εκκλησιά μας η Ευαγγελίστρια ακόμη και με ενορίτες που δεν πατούσαν άλλη Κυριακή στην εκκλησιά, σαν τον Σκιαθίτη Αργυράκη της Γαρουφαλιάς που έλεγε «όποτε πάω στην εκκλησιά βάγια μοιράζουνε». Γυρίζαμε σπίτι με σταυρουδάκια από κλαδιά φοινικιάς και δαφνόφυλλα.
Σαν έπεφτε το βράδυ, η διάθεση άλλαζε κι η εκκλησιά ντυνόταν στα μαβιά. Η καμπάνα χτυπούσε πένθιμα για το «Νύμφιο», όπως έλεγε η γιαγιά. Μάζευε μενεξέδες από τον κήπο μας και τους πηγαίναμε στην εκκλησία για να στολίσουν το εικόνισμα. Η πιο όμορφη στιγμή της μέρας ήταν για μένα σαν έσβηναν τα φώτα κι ο παππά-Γιάννης έβγαζε το Νυμφίο από το Ιερό αργά, τελετουργικά, στο φως των κεριών.
Αρχή της Μεγάλης Εβδομάδας, μια γλυκιά μελαγχολία …
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: Sophia Karasouli-Milobar