Στην Ινδονησία τους παίρνει δύο ώρες να ανεβούνε το βουνό, ύστερα δύο τρεις επισκέψεις στον κρατήρα φορτωμένοι κι έπειτα άλλες δυο να το κατέβουν, με το καροτσάκι με τις βαριές μελένιες πλάκες από θειάφι, δύο τα μεσάνυχτα ξεκινά το όλο εγχείρημα, αυτή είναι η μοίρα μου, λέει χαμογελώντας, έχω οικογένεια να θρέψω, κάθε μέρα τα ίδια κάνω για το μεροκάματο.
Στην Κορέα, τεμαχίζουν τα χταπόδια ζωντανά και τα μασούν, αυτά προσπαθούν να σωθούν, κολλούν με τις βεντούζες τους στον οισοφάγο, δεν ξέρουν ακόμα πως πέθαναν, ίσως και πνίξουν εύχονται τον θύτη και πάει κι αυτός μαζί.
Στη Σικελία κρεμάνε τους νεκρούς να τους αποξηράνουν, τους ντύνουν, τους κάνουν πάρτυ, όλοι μαζί από εκατοντάδες χρόνια στοιβαγμένοι, νεκροζώντανοι βαλσαμωμένοι, άραγε υπήρξα; σκέφτονται οι πεθαμένοι.
Στη Μογγολία, παίρνουν το τρένο, ίδιο Orient express, σα κι αυτό που πήρα Μόσχα – Αγία Πετρούπολη, που στο σταθμό πριν φύγει αντηχούσε ο ύμνος της Σοβιετίας, με τα κόκκινα καθίσματα, τις παντοφλίτσες, οδοντοκρεμούλες, το σαμοβάρι στο διάδρομο –
– όσο ταξιδεύω εδώ να μη με ειδοποιήσει κανείς για τίποτα, λέει ο άνθρωπος, ούτε για θάνατο; τον ρωτούν, ούτε, λέει, ούτε για τα παιδιά σας αν πεθάνουν; ούτε, λέει ο άνθρωπος.
Στη Σουηδία δένουν τα σκυλιά στο έλκηθρο να δουν τον ήλιο του μεσονυχτίου, μην τους μιλάτε τότε, τι να πουν.
Στη Ζιμπάμπουε την στήνουν κάτω από τα δέντρα, εκεί που χύνουν οι μπαμπουίνοι, και μασούν το στερεοποιημένο σπέρμα σα μαστίχα Χίου, ανακατεμένη με χώμα, μόνο οι άντρες, οι γυναίκες όχι δεν κάνει, θα γίνουν ζηλιάρες, αλλά οι άντρες θα μπορούν πολλές φορές μέσα στη μέρα μετά απ’ αυτό.
Κάπου στην Ασία πληρώνουν να τους καθαρίσουν τ’ αυτιά με μπατονέτες, παραδομένοι στις αγκάλες τρυφερών υπάρξεων, οι ίδιες που μάλλον τους ψιθυρίζουν παραμύθια για ανθρώπους που αγαπήθηκαν στ’ αλήθεια.
Στην Παταγωνία, μπαίνουν στο καράβι για να πάνε, στην άκρη, να την βρουν, υπάρχει ένας ορίζων γεγονότων για αυτούς να τους ορίζει.
Στο Ρέικιαβικ, οι φάλαινες ρεύονται και χορεύουν χιλιόμετρα μακριά, ενώ εσύ ρουφάς μια σούπα στο καπηλειό το λιμανίσιο.
(Ταξιδιωτικές εκπομπές, κάνουν καλό).
Έχει κι εδώ ένα τέτοιο καπηλειό και μια γκαρσόνα πολυλογού, να σου σερβίρει τις ρακές να ονειρεύεσαι. Εδώ θα μείνω, με τ’ αποκόμματα, με τα παλιά πουκάμισα, με τα μπεγλέρια, τα δέντρα και τα σύννεφα, τα παγωμένα τα νερά, κύματα να μπαίνει η ζωή από τις χαραμάδες απαλά.