Τέλη χειμώνα του δωσε ο πρόεδρος ένα σπίτι του μηχανικού κάτω στον κάμπο, για όσο καιρό θα βάσταγε η δουλειά. Ήταν καμιά πενηνταριά, άντρας σκληρός, ασίκης, κουβέντες λίγες, σπαθί με τους εργάτες. Η δουλειά ήταν η εκτροπή της κοίτης του χειμαρροπόταμου που΄φραξε από καθίζηση και κρεμόταν κίνδυνος πάνω απ΄τα κεφάλια τους.Πέρσι δεν μάζεψε νερό πολύ. Αλλά τον λέγανε Μαυροχείμαρρο , όχι τυχαία κι είχαν χοντρές παρτίδες οι χωριανοί μαζί του.
Στα μέσα της άνοιξης ο μηχανικός πήγε κι έφερε τη γυναίκα του για όσο καιρό θα βάσταγε η δουλειά. Καταγίνηκε αυτή με τον κήπο, να τον φυτέψει ,να τον συμμαζέψει. Δεν κατέβαινε καθόλου στο χωριό, μόνο στον κήπο. Ούτε μιλούσε ο άντρας της γι΄αυτήν. Κεράσματα και πίτες τα πήγαινε ο μηχανικός επάνω.
Σύστημα στάγδην,
της Μ. Κέρογλου
Γι΄αυτήν μάθαν στο χωριό αργότερα απ΄τον Τάσο που΄χε μαγαζί με υδραυλικά. Δύο στρέμματα ο κήπος και δεν μπορούσε η κυρά να ποτίζει. Ο μηχανικός έστειλε έναν εργάτη στο μαγαζί να παραγγείλει σύστημα στάγδην και να περάσει να αφήσει, του΄πε , τα πράγματα στο τοιχογύρι του σπιτιού απ΄έξω. Να μη χτυπήσει πόρτα, θα τρομάξει η κυρά.
Ο εργάτης έτσι κι έκανε μα ξέχασε στο μαγαζί κάτι οχτάρια για τερματικά . Το απόγευμα, γυρνώντας απ΄τη δουλειά, είπε του Τάσου να τα πάει, αν μπορεί, στου μηχανικού το σπίτι τ΄άλλο πρωί. Άλλη οδηγία δεν του΄δωσε. Στον καφενέ είπε κιόλας, πως η δουλειά πάνω προχωρεί καλά και πήζουνε τα πλαϊνά της νέας κοίτης. Έφυγε έπειτα, κοιτώντας το σούρουπο που μαύριζε, θαρρείς, στο βάθος.
Καλοκαίρι βαθύ, ποιος πίστευε αυτό που ακολούθησε.
Αξημέρωτα βρεθήκαν μηχανικός κι εργάτες πάνω στο βουνό και κάτω από ΄να ουρανό θολό. Μύριζε καρπούζι το χώμα και το χόρτο και κάτσανε να πούνε ποιοι, πού και πώς σήμερα στα πόστα. Είχανε στήσει πανί για τον ήλιο καιρό πριν και το μετακινούσαν και δεν ένιωσαν αμέσως τον ουρανό να λιώνει, σκυμμένοι κάτω στη δουλειά. Είχε αρχίσει να φτύνει χοντρές στάλες.
Με τον καιρό έτσι και τα τερματικά στο χέρι έφτασε ο Τάσος στου μηχανικού το σπίτι απ΄έξω την ίδια ώρα που η πρώτη διπλή αστραπή έδινε σινιάλο στην καταιγίδα.
Προσπάθησε ν΄ανοίξει την αυλόπορτα μα το μάνταλο ήταν αμπαρωμένο. Σκέφτηκε να αφήσει τα πράγματα στο σκεπαστό της πόρτας και να φύγει και μ΄ένα σάλτο βρέθηκε μες στον κήπο κι όπως σηκωνόταν ξανά όρθιος στα πόδια του, την είδε.
Είχε αρχίσει από ώρα πια βροχή δυνατή και στο βουνό τακτοποιούσαν εργαλεία και σακιά στα κουφώματα των βράχων. Θα περίμεναν στις σπηλιές να περάσει η μπόρα-πολύ απόκρημνα για να κατέβουν. Κι ο χείμαρρος , είχε από ώρα ξυπνήσει δίπλα τους.
Την στιγμή που την είδε , δεν ξεχώρισε για κλάσματα αν βλέπει ξωτικό, θηρίο ή άνθρωπο. Καθόταν στο χώμα εμπρός στην πόρτα, μαύρα μακριά μαλλιά φύκια βρεμένα κι όπως σηκώθηκε αργά να μη γλιστρήσει ,ο Τάσος αντίκρισε τη γεωγραφία του τόπου του μέσα σ΄ένα φουστάνι νερό τρεχούμενο. Κατάλαβε γιατί ο μηχανικός την έκρυβε κι ορκίστηκε κι ο ίδιος ,από ζήλεια ,να μη βγάλει άχνα πουθενά για την πανώρια αυτή γυναίκα. Μα ήρθαν έτσι τα πράγματα που αναγκάστηκε μετά να πει.
Γιατί, μαγεμένος όπως στεκόταν ο Τάσος μπρος της, δεν άκουγε που του φώναζε φύγε μη σε βρει ο άντρας μου, δεν άκουγε ούτε το βόρβορο απ΄τα βράχια που ροβολούσανε ούτε μπορούσε να προσέξει τον στραβωμένο χείμαρρο που χυνόταν απ΄το βουνό πάνω απ΄το σπίτι. Είδε μόνο τη στιγμή που χίμηξε το ποτάμι μες΄απ΄την πόρτα του σπιτιού κι έστειλε αυτήν την νεράιδα για μια στιγμή στην αγκαλιά του. Την ένιωσε για μια στιγμή να γαντζώνεται πάνω του, ν΄αρπάζεται να ζήσει πριν το ποτάμι στείλει αυτόν εκεί κι αυτήν πού ξέρει ποιος.
Παρασύρθηκε μακριά κι αυτοί που τον βρήκανε , κρυφά τον σήκωσαν όταν η μπόρα πέρασε και το πρώτο, κάψανε το πουκάμισο που φόραγε.
Του΄πανε πως για μέρες μετά την μπόρα τριγύρναγε μισότρελος με καραμπίνα ο μηχανικός να βρει σε ποιον ανήκε το κόκκινο καρώ μανίκι που κράταγε σφιχτά η νεράιδα του, όταν την βρήκαν στην κόχη του τοιχογυριού πνιγμένη. Δικό του πουκάμισο δεν ήταν.
(Τα κείμενα είναι γραμμένα στα πλαίσια του Λογοτεχνικού Εργαστηρίου του Ομήρειου Πνευματικού Κέντρου Δήμου Χίου, με εμψυχωτή τον Γιάννη Μακριδάκη και δημοσιεύονται με τη σύμφωνη γνώμη των δημιουργών τους.)