Αρχική Πολιτισμός Λογοτεχνικό Εργαστήριο 2 Το μποξαδάκι, γράφει η Σοφία Καρασούλη

Το μποξαδάκι, γράφει η Σοφία Καρασούλη

285

Κοντεύανε τα Χριστούγεννα κι η κυρά Καλή είχε φούριες.
Να ετοιμάσει τα χριστόψωμα, να μελώσει τα φοινίκια, να συγυρίσει το σπίτι.
Τα γλυκά τα ‘φτιαχνε για τα παιδάκια που θα της χτυπούσαν την πόρτα να πουν τα κάλαντα («Κάθε χρόνο και λιγότερα! Παλιά δεν αδειάζαμε ν’ ανοίγομε την πόρτα…»). Τα χριστόψωμα τα ‘φτιαχνε για να τα μοιράσει στην γειτονιά. Το σπίτι το καθάριζε έτσι για το καλό, για να υποδεχτεί παστρικό και συγυρισμένο τη γέννηση του Χριστού.

Δεν περίμενε βίζιτες πολλές, όπως παλιά. Τα παιδιά της στα ξένα, πολλοί δικοί της αγαπημένοι κάτω από τη γη εδώ και καιρό. «Περάσανε τα χρόνια… σαν τα τρελά πουλιά…» μουρμούρισε.

Παραμονή Χριστούγεννα ετοιμάστηκε να πάει στην εκκλησιά για τον Εσπερινό. Τυλίχτηκε με το καλό της γιορτινό μποξαδάκι, που το ‘χε πλέξει η γιαγιά της η Μαριγώ με χοντρό μαλλί της προβατίνας. Το ‘βαλε από κεφαλιού – Δεκέμβρης μήνας κι έκανε κρύο – και κίνησε από το σπίτι. Στο δρόμο θαύμαζε τα φώτα και τα στολίδια στο κάθε σπίτι. «Πού τέτοια φώτα παλιά… Πρωμογεννηθήκαμε…» σκεφτότανε.

Κόντευε να φτάσει στην Παναγιά όταν άκουσε μια φωνή από το υπόγειο ενός σπιτιού. «Καλέ ‘σείς … ελάτε να σας πω..» Ήτανε μια γριούλα που την καλούσε. Η κυρά Καλή δεν ήταν νια, μα τούτη εδώ η γιαγιούλα βρισκόταν στα βαθειά γεράματα. «Α μου πάρετε λίγο ψωμάκι, λίγο τυράκι, σας παρακαλώ… δεν έχω τίποτα στο ψυγείο … να σας δώκω λεφτά…» Η κυρά-Καλή δεν το σκέφτηκε ούτε λεπτό. «Περιμένετε και θα γυρίσω!»

Πάει στο σπίτι παίρνει το πιο ωραίο χριστόψωμο, μια μυζήθρα που της είχε φέρει πεσκέσι η Παπαζήδαινα, μέλι Καμπούσικο της σταυραδερφής της τής Μίτσας. Βάζει σ’ ένα πιατάκι και λίγα φοινίκια κι ένα-δυο κουραμπιεδάκια. Στην πόρτα πισωγύρισε. «Ας της πάρω και λίγο κρασάκι Κουρουνιώτικο, μέρες που είναι!»
Χαρές η γιαγιά σαν είδε την Καλή κι όλα τα καλούδια. Τά ‘στρωσε στο τραπεζάκι η κυρά Καλή, σταύρωσε το χριστόψωμο πριν το κόψει, κι ύστερα το άλειψε με μέλι και μυζήθρα – κι ας μην είχε ακόμη τελειώσει η νήστεια του Σαρανταμέρου. Έβαλε λίγο κρασάκι σε δυο ποτηράκια να κάνουνε τόκα: «Καλά Χριστούγεννα! Και του χρόνου με υγεία!!».

Ο Εσπερινός των Χριστουγέννων είχε αποψάλλει κι η κυρά Καλή κράταγε ακόμη συντροφιά στην γιαγιούλα. Φεύγοντας, καθώς η γιαγιά την ξεπροβόδιζε στην πόρτα, η Καλή έβγαλε το μποξαδάκι της και της το φόρεσε. Έκανε ακόμη κρύο – Δεκέμβρης μήνας- αλλά η Καλή ένιωθε μια όμορφη ζεστασιά.

(Βασισμένο σε αληθινή ιστορία. Στην μνήμη της μητέρας μου…).

Διαφήμιση