Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ
-Αμάν ρε Παναγιώτη, πάλι στη Ελάτα βρίσκεται το μυαλό σου; τον ρωτούσα κάθε φορά. Γύριζε και με κοιτούσε σοβαρός, λίγο αγριεμένος που του χάλαγα τη μαγεία της ονειροπόλησης και μου απαντούσε πάντα με σοβαρό ύφος: -Τι να σας κάνω καλέ κύριε, αφού δε ξέρετε πόσο όμορφο είναι το χωριό μου. Ελάτε μια φορά στο πανηγύρι του Αγίου Στεφάνου στο νησί και τότε θα δούμε τι θα μου λέτε. Έτσι καλεσμένος από το Λατουσάκι, βρέθηκα φέτος την πρώτη του Αυγούστου, παραμονή της εύρεσης των οστών του Αγίου Στεφάνου, πάνω σε μια βάρκα να ταξιδεύω για το νησί του Αγίου. Εκεί ανάμεσα στον ουρανό και τη θάλασσα, σʼ ένα ξωκλήσι σκαρφαλωμένο πάνω σε μια μικρούλα στεριά, που το έγλειφε η αρμύρα της θάλασσας και το αγκάλιαζε πάντα η πίστη των παλιών και των καινούριων ανθρώπων του χωριού, όπως ο μικρός Παναγιώτης, έζησα κάτι πρωτόγνωρο. Στο χώρο αυτό που ένιωθες τους αγίους να βρίσκονται δίπλα σου, μέσα από χίλιες δυσκολίες οι Λατούσοι με τον Εκπολιτιστικό τους Σύλλογο, είχαν κατορθώσει μόνοι να πραγματοποιήσουν το ακατόρθωτο. Να κάνουν έναν έρημο τόπο, ζωντανό και φιλόξενο, τόπο συγκέντρωσης εκατοντάδων προσκυνητών, για να τιμήσουν τη μνήμη του Αγίου Στεφάνου. Κατά τις οχτώ έφθασαν και οι αρχές. Όταν νύχτωσε κι άρχισε ο χορός όλοι στην παρέα μου διηγιόταν με πόσες δυσκολίες είχαν φτιάξει τη μικρή προβλήτα για να δένουν τα καΐκια, τη δεξαμενή για να μαζεύουν το βρόχινο νερό, ένα οίκημα που το είχαν για μαγειρείο, τουαλέτες και την τσιμεντόστρωση του περιβάλλοντα χώρου, που κάθε χρόνο μεγαλώνουν με δικά τους έξοδα. Το κάνουν γιατί θέλουν να χωρά κι άλλους επισκέπτες, που όλο και πληθαίνουν στη χάρη του Αγίου τους. Η πολιτεία όπως πάντα απούσα. Και όταν κατά τις τρεις τα χαράματα μας πήραν με τις βάρκες τους ο Κωστής με το Γιώργη και το Σταμάτη να μας φέρουν πίσω και το θόρυβο της μηχανής τον σκέπαζε ακόμα ο ήχος του βιολιού που τραγούδαγε νησιώτικα έξω από το ‘ξωκλήσι του Αγίου Στεφάνου, καθώς οι γαλαξίες ξεχύνονταν στο άπειρο του ουρανού που μας σκέπαζε και το νησάκι έλαμπε καταμεσής στο Αιγαίο, από τα φώτα που άναβαν τριγύρω του με τη βοήθεια δύο μικρών γεννητριών, θυμήθηκα τον Παναγιώτη που δεν μπορούσε να ξεχάσει τούτες τις ομορφιές της Ελάτας και του έδωσα δίκιο. Γύρισε και με κοίταξε όλο νόημα από την άλλη άκρη της βάρκας που καθόταν δίπλα στη μάνα του και δεν είπε τίποτα.
Σαράντος Πιτσιλαδής |
ΦΩΤΟ: οι φωτογραφίες είναι από το χάρτη του google.
Η φωτο με το εκκλησάκι είναι αναρτημένη από το Γιάννη Μισετζή
και η 2η με θέα από το λιμανάκι της Αγίας Ειρήνης από το Luigi.