Μια φορά κι έναν καιρό στο Βαρβάσι, στο δρόμο για την Ευρετή, ήταν ο φούρνος του Κώστα του Στουπά. Εκεί γύρω στο 1955, ο Στουπάς αποφάσισε να φύγει μετανάστης στην Αυστραλία και για να βγάλει τα ναύλα του νοίκιασε τον φούρνο του για ενάμιση χρόνο, 2.000 δραχμές τον μήνα, στον Ζαννή τον Κουντουρούδα. Στο φούρνο δούλευαν ο Νίκος Γλαράκης, κι ο Μονιός, κι ο Νίκος ο Κλωστερίδης, ο γαμπρός του Ζαννή -άντρας της αδελφής του.
Ο Κλωστερίδης είχε δουλέψει πριν στον περίφημο φούρνο του Αργυράκη κι είχε μάθει την συνταγή για τα ονομαστά εφτάζουμα παξιμάδια.

Ο ανιψιός του ο Στέφανος, γιος του Ζαννή, που βοηθούσε τότε στον φούρνο του πατέρα του, και ζει χρόνια πια στο Βανκούβερ του Καναδά μας είπε τον τρόπο που έφτιαχναν τότε τη ζύμη για τα εφτάζυμα και τα εφτάζυμα παξιμάδια.
«Κοπανίζομε το ρεβύθι, αρκετή ποσότητα – περίπου ένα τέταρτο του κιλού. Το βάζουμε μέσα σε μια γυάλα και μετά ρίχνουμε βραστό νερό. Κατόπιν αυτήν τη γυάλα την μεταφέρουμε σε πολύ ζεστό μέρος. Την σκεπάζουμε με μια κουβέρτα, και την άλλη μέρα, το πρωί που θέλουμε να κάνουμε το εφτάζυμο, βλέπουμε ότι έχει κάνει ένα αφρό. Αυτό σημαίνει ότι έχει πετύχει η μείξη κι έχει τη δύναμη να κάνει το εφτάζυμο.
Παίρνομε το νερό από τη γυάλα, το ζυμώνομε κανονικά με αλεύρι και φτειάχνομε τα εφτάζυμα.»

Και τι απόγινε ο φούρνος στο Βαρβάσι; Ο ενάμισης χρόνος που τον νοίκιαζε ο Ζαννής Κουντουρούδας έγινε πέντε χρόνια, μέχρι που γύρισε πίσω ο Στουπάς στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 και πούλησε τον φούρνο του στον Γιαγκουδάκη.
Ο Ζαννής Κουντουρούδας κι ο γιος του ο Στέφανος στράφηκαν στη θάλασσα, κι αργότερα κατέληξαν στον Καναδά.
Βέβαια, ο φούρνος δεν υπάρχει πια. Στην θέση του έχουν χτισθεί σπίτια. Αλλά σίγουρα κάποιοι παλιοί Βαρβασιώτες θα θυμούνται τη μυρωδιά του φρέσκου εφτάζυμου στη γειτονιά.
Σοφία Καρασούλη