Το επόμενο πρωί, μετά τη θριαμβευτική Γιορτή Μαστίχας στο Πυργί, εκεί που πότιζα τους βασιλικούς του Δημοτικού, διαβαίνει την αυλόπορτα η κυρά Καλλιόπη, η αγαπημένη γειτόνισσα, φρουρός ακοίμητη των σχολείων του Πυργίου τους καλοκαιρινούς μήνες, όλους παλιότερα, δυστυχώς μόνο ένα μήνα τα τελευταία χρόνια.
«Είμαι πολύ στριμωγμένη οικονομικώς, μακάρι να είχα διαθέσιμα δυο χιλιάρικα να βάψω το σπιτάκι μήπως το νοικιάσω σε καμιά δασκάλα. Αλλά τώρα, σε αποχαιρετώ και φέτος νωρίς, πρέπει να νοιαστώ για τον καημένο τον Θανάση».
Δεν έχω γνωρίσει στη ζωή μου άνθρωπο πιο δοτικό και ανιδιοτελή από την κυρά-Καλλιόπη. Θυμίζει τον γυναικείο χαρακτήρα στο τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου «Θεία Μάρω»:
«Θεία Μάρω, καλέ θεία Μάρω, αύριο,
φύλαξε και για μας λίγο χαλβά.
Θεία Μάρω, στην ποδιά σου αύριο,
θα γείρουμε σαν ορφανά παιδιά.»
Ήμουν ακόμη τότε εργένης, ένας ξενομερίτης στα Μαστιχοχώρια, ακτήμων. Όχι, ευτυχώς, τόσο άφραγκος όπως ο Σαββόπουλος και ο συγκάτοικός του Μάνος Λοΐζος, τότε που τους τάιζε στη σοφίτα χαλβά η ψυχοπονιάρα θεία Μάρω.
Έμενα σε ένα γέρμα, στη συνοικία του Ξένου, στην Κάτω Πόρτα, μια παραδοσιακή πυργούσικια κάμαρη, δροσερή το καλοκαίρι, μάλλον κρύα τον χειμώνα αλλά διόλου υγρή, με ακουστική- όπως διαμαρτυρόταν και η Πάρη στο φρέσκο βιβλίο του Μακρiδάκη «Ιπποπόταμοι συντροφιάς»– τόσο λαμπρή ώστε να ακούω τουρίστριες από την ηπειρωτική Ελλάδα να σαχλαμαρίζουν:
«Πώς είναι δυνατόν να μένουν άνθρωποι σε τόσο στενάχωρα και ανήλιαγα σπίτια;» ρωτούσε, θυμάμαι, μια μεσόκοπη τη φίλη της.
Εκείνο το μεσημέρι δέχτηκα την ξαφνική επίσκεψη δυο άγνωστών μου ανδρών, και οι δύο με πτυχία ανώτατης εκπαίδευσης, ο ένας με πτυχίο του Μαθηματικού τμήματος, ο άλλος με πτυχίο ΤΕΙ Ηλεκτρολογίας που μου ζήτησαν να τους δανείσω τον εξοπλισμό υποβρυχίου ψαρέματος και τα ψαροντούφεκά μου.
…Αμέσως τους έδωσα πληροφορίες για τους καλύτερους ψαρότοπους που ήταν διαθέσιμοι με λεωφορείο και τους παραχώρησα τα ψαροντούφεκά μου αφού αντιλήφθηκα έμμεσα, από την υφή του διαλόγου, ότι γνώριζαν τη χρήση τους.
Έκτοτε, έγινα φίλος με τον Θανάση, μαζεύαμε τις ελιές της μητρικής του περιουσίας μαζί, τρυγούσαμε μαζί και μετά βουτούσαμε το σούρουπο στα Κάτω Φανά, να ξεπλυθούμε από τα σάκχαρα των φωκιανών.
Ο έτερος Καππαδόκης, ο Μαθηματικός, έμαθα ότι διορίστηκε καθηγητής σε ένα νησάκι των Δωδεκανήσων και παντρεύτηκε κιόλας, μια νταρντάνα ιθαγενή που τον περνούσε ηλικιακά καμιά εικοσαριά χρόνια. Άξιος!
Ο Θανάσης ήταν φίνα παρέα. Όταν καταγίνεσαι για πρώτη φορά με τα αγροτικά, είναι όπως όταν είσαι αρχάριος στην οδήγηση. Ο νους σου είναι στοχοπροσανατολισμένος να φύγεις από το πεδίο χωρίς τραυματισμό, χωρίς να πέσεις από την ελιά, χωρίς να κόψεις τα δάχτυλά σου με το κλαδευτήρι, δεν βοηθούν οι πολυλογίες. Με τον Θανάση στην αγροτική δουλειά, μου θύμιζε τη μοναστηριακή «παγκοινιά» στο Άγιο Όρος που είχα ζήσει ως ιεροσπουδαστής, μια σιωπηλή πανστρατιά θυσιαστικής αυταπάρνησης.
Δυστυχώς, λόγω του τραγικού πισωγυρίσματος της ψυχιατρικής Μεταρρύθμισης, έχασα τον καλοκαιρινό φίλο που όδευσε στην πανάκριβη ιδιωτική περίθαλψη η οποία δύναται να εξαντλήσει ακόμα και τα στιβαρά βαλάντια, πολλώ μάλλον την ισχνή σύνταξη μιας χήρας.
Για τους αγνοούντες, η παραπάνω Μεταρρύθμιση ξεκίνησε δεκαετίες πριν στη Δύση και ευδόκησε να έλθει με την από-ασυλοποίηση της Λέρου, επί Ελληνικής Σοσιαλδημοκρατίας.
Φέτος που συμπληρώσαμε μισό αιώνα μεταπολίτευσης, περίσσεψαν οι αρνητικές κριτικές από τους οργανικούς διανοούμενους, άρρηκτα συνδεδεμένους με την επιχειρηματική Ελίτ.
Επικρίνουν την δημοκρατία, μετά την πτώση της Χούντας, για χορήγηση υπερβολικών δικαιωμάτων στους πολλούς, συκοφαντημένους από την ελίτ, ως έχοντες ευθύνη για την ελληνική χρεοκοπία.
Ο παραπάνω ακραία φιλελεύθερος λόγος-βλέπε την ολομέτωπη επίθεση στο λαϊκό θρησκεύειν από την εφημερίδα Καθημερινή- εκφράζεται κυρίως μέσα από τα δημοσιογραφικά συγκροτήματα εφοπλιστικών συμφερόντων.
Ο δήθεν «ορθολογικός», «φιλοδυτικός» Τύπος ηθελημένα επισκοτίζει ότι πριν από αυτή τη μοναδικά ειρηνική και ευημερούσα περίοδο που ζήσαμε μετά το 1974, υπήρχε αυταρχική Χούντα και πιο πριν καχεκτική δημοκρατία η οποία εννοούσε να μην συμπεριλαμβάνει τον μισό ελληνικό πληθυσμό, στερώντας του το δικαίωμα για σπουδές, εργασία στο δημόσιο, μετανάστευση.
Ελάχιστη συμβολή σε μια αντιηγεμονική κοινωνική ιστορία είναι ο λόγος της κυρα-Καλλιόπης:
«Ο πατέρας μου ο Γιάννης, έπαιζε ερασιτεχνικά βιολί και τον κάλεσαν μια-δυο φορές οι αριστεροί του Πυργίου- στην πραγματικότητα ψηφοφόροι της Ένωσης Κέντρου και του Νίκου Ζορμπά- να παίξει στην παρέα τους. Αυτό, φαίνεται, ήταν αρκετό ώστε να χάσω το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων».
Πολύ αργότερα, η κυρά Καλλιόπη κατάφερε να πιάσει δουλειά ως καθαρίστρια στα ιατρεία του Ι.Κ.Α. Λάμβανε τα πιο ελάχιστα χρήματα των 12 χιλιάδων δραχμών κι αυτό με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, το διαχρονικό εργαλείο του βαθέως κομματικού κράτους για την ψηφοθηρία.
Όταν ήλθε στην εξουσία η Παπανδρεϊκή Σοσιαλδημοκρατία, το χαρτζιλίκι μετατράπηκε επιτέλους σε έναν μέτριο για την εποχή μισθό, ανερχόμενο στις 26 χιλιάδες δραχμές που της επέτρεψε να σπουδάσει, όχι χωρίς στερήσεις και θυσίες, τον Θανάση στα Χανιά ηλεκτρολόγο μηχανικό.
Το σημαντικότερο, η ελληνική μεταπολιτευτική σοσιαλδημοκρατία την μονιμοποίησε στη δουλειά της, προστατεύοντας την αξιοπρέπεια μιας ευάλωτης γυναίκας, εσωτερικής μετανάστριας, ώστε να μην είναι υποχείριο μικροπρεπούς πολιτικής ομηρείας. Η εμπειρία της στο χώρο της μαχόμενης πρωτοβάθμιας υγειονομικής περίθαλψης βαθμιαία την κατέστησε ένα υπόδειγμα χειραφέτησης και προσωπικής ανάπτυξης ώστε ακόμα και οι γιατροί του ΙΚΑ να επιζητούν τη ζείδωρη, ιαματική κουβέντα της αλλά κυρίως τα παραδοσιακά εδέσματα και τις συνταγές της.
Αυτά τα παραδοσιακά εδέσματα, γευόμουν και γεύομαι μέχρι σήμερα από την συγκινητικής γενναιοδωρίας κυρά-Καλλιόπη, όταν ξεκαλοκαιριάζει στο Πυργί.
Η μαγειρική της δεινότητα, συγκλονιστική! Από τα αφράτα, χάρη στο άφθονο ξερό κρεμμυδάκι, ντολμαδάκια-μόλις ήλθε, μεσούντος του θέρους, Πυργί πότισε για να ξαναβγούν τα απαραίτητα φρέσκα αμπελόφυλλα-μέχρι τα αποχαιρετιστήρια κολοκυθοπιττάκια, κι αυτά με τριμμένο, ξερό κρεμμύδι, μαϊντανό και δυόσμο.
Κρατάω το τετράδιο συνταγών της, μια αυστηρή άσκηση μεσογειακής “cucina povera” ως κόρη οφθαλμού. Είναι γεμάτο με πιάτα και υλικά τα οποία δεν απείχαν περισσότερο από 30 χιλιόμετρα από το αυτάρκες, παλιότερα, μεγαλύτερο Μαστιχοχώρι, μια μοναδική οδός σήμερα, αν θέλουμε να μειώσουμε το αποτύπωμα άνθρακα, σε τεράστιο βαθμό χορτοφαγική.
Μνημονεύω, δείγματος χάριν, τη φάβα «με μια κοφτή κουταλιά μέλι για να καραμελώσει το κρεμμύδι», τα γεμιστά «με την μίξη ψιλοκομμένου κολοκυθιού-μελιτζάνας-πιπεριάς-σκόρδου-κανέλλας», τις χαρακωμένες μελιτζάνες ιμάμ.
Στην αυλόπορτα του σχολείου, καταβροχθίζοντας τους τετρανόστιμους κολοκυθοκεφτέδες (τρίβει στο μείγμα και δυο καρότα και μια μικρή πατάτα) την ρώτησα πώς μπορώ να ανταποδώσω.
«Τί άνταποδώσωμεν τῷ Κυρίω περί πάντων ὥνάν τα πέδωκεν ἡμῖν;», όπως αινείται σε βαρύ ήχο αυτή την Κυριακή μετά την Κοίμηση της Θεοτόκου. Αλλά αλλοίμονο, η κυρα-Καλλιόπη θα είναι μακριά από την γενέθλια Νότια Χίο.
Επειδή γνώριζα την αδυναμία της στα συκοστάφυλα, της υποσχέθηκα να της φέρω το απόγευμα την πιο κεχριμπαρίσια σουλτανίνα των Κάτω Φανών που δεν είχα τρυγήσει ακόμη και σύκα από τις συκιές της στην Αγια-Μαρίνα.
Τελικά το τοπίο του αμπελώνα στα Κάτω Φανά για δεύτερη, συνεχή χρονιά ερχόταν σε αντίθεση με τα πρόσχαρα, ανέμελα πρόσωπα των οδηγών από τα δεκάδες αυτοκίνητα που κατέβαιναν. Αν δεν ήταν αποκαλυψιακό, ήταν σίγουρα αποκαλυπτικό. Τα μόνα σταφύλια που είχαν διασωθεί από την υψηλή θερμοκρασία ήταν τα ιδιαίτερα ανθεκτικά στην κλιματική αλλαγή φωκιανά, με την προϋπόθεση ότι ήταν πλήρως σκεπασμένα με δίχτυ σκίασης, τουλάχιστον 40%. Ακόμα και μια μικρή τρύπα, μεγέθους μπάλας ποδοσφαίρου, όταν υπήρχε, ήταν αρκετή για ολοσχερή φορολόγηση από την πανίδα της περιοχής.
Όσο για τα σύκα, έβγαλα φωτογραφία τα εγκαύματά τους, αυτή η περίεργη εικόνα, να είναι το μισό σύκο αγίνωτο και το άλλο μισό καφέ. Το ίδιο και στη σουλτανίνα, η πλευρά που έβλεπε ο ήλιος είχε σταφιδιάσει, η άλλη μισή αγουρίδα.
Ο φίλος, Νενητούσης καθηγητής Βασίλης Μυριαγκός, σε πρόσφατη φωτογραφία στο κοινωνικό δίκτυο του facebook, βρήκε να απεικονίσει διαλεκτά σύκα, προφανώς κρυμμένα από τον ήλιο, πίσω από πλούσια φυλλωσιά αλλά μάλλον έψαξε πολύ να τα βρει. Δικαιολογημένη η περηφάνια του για τη σπάνια σήμερα ακεραιότητα του μεσογειακού καρπού-λίαν αφθόνου παλιότερα στα Μαστιχοχώρια. Θα φωτογραφίζουμε στο μέλλον, μαζί με τον δεινό ψαροντουφεκά Βασίλη, όχι μόνο την σπανιότατη καλή ψαριά αλλά και ένα σύκο «της ωφελειάς»;
«Αμέσως καταλάβαμε τι πήγαινε να πει
και του ‘παμε να φύγει μουδιασμένα
αφού δεν είχε νέα ευχάριστα να πει
καλύτερα να μην μας πει κανένα».
Πώς θα απαντούσε ο Εξάγγελος του Σαββόπουλου στην πανθομολογούμενη αλλεργία του Δήμου, εκφρασμένη και εκλογικά, στην έλλειψη ενός θετικιστικού οράματος για την αμέσως επόμενη γενιά από τη δικιά μου. Βεβαίως, «εκ πρώτης όψεως, η παρούσα κατάσταση δεν εμπνέει αισιοδοξία», όπως γράφει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Bocconiτου Μιλάνου Αλέξανδρος Κεντικελένης (Η Καθημερινή, 4/8/24).
Η κλιματική κρίση απειλεί να βάλει τη χώρα σε έναν οικονομικό και περιβαλλοντικό φαύλο κύκλο. Δυστυχώς, ενώ εντείνεται η τρωτότητα της χώρας, το πιο σημαντικό εργαλείο, η κινητήρια δύναμη μέχρι στιγμής, που είναι τα προγράμματα του Ευρωπαϊκού ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας χρηματοδοτούν σε μεγάλο βαθμό ρυπογόνους κλάδους, όπως ο τουρισμός και οι κατασκευές στις οποίες είναι προσανατολισμένη η ελληνική οικονομία. Χρειαζόμαστε να καθίσουν οι μεγάλες σοσιαλδημοκρατικές παρατάξεις να εκπονήσουν φιλόδοξες μεταρρυθμιστικές πολιτικές, προωθώντας τη βιώσιμη ανάπτυξη στην ύπαιθρο. Υπάρχει- αν εμπιστευτώ την ελάχιστη βιωμένη εμπειρία μου ως ερασιτέχνης αγρότης-ένα αχανές, προκλητικό, πεδίο ανοιχτών ερωτημάτων. Mόνο για την αμπελοκαλλιέργεια τα εξής: Χρειαζόμαστε επενδύσεις σε συστήματα σκίασης, αν θέλουμε να προστατεύσουμε τουλάχιστον την παραγωγή των επαγγελματιών αγροτών; Τί είδους συστήματα, δεδομένου ότι οι διάφορες ποικιλίες αμπέλου επιδεικνύουν εξωτική ποικιλομορφία συμπεριφοράς στα ποσοστά σκίασης; Ποιές ποικιλίες αποδεικνύονται ανθεκτικές; Ποιό είναι, ιδανικά το βέλτιστο ή ευκταίο για την διατροφική αυτάρκεια της χώρας; Χρειαζόμαστε αλλαγή προσανατολισμού του εκπαιδευτικού συστήματος ώστε να ανανεωθεί ένας υπαλληλικός αγροτικός πληθυσμός που ακολουθεί, δεκαετίες τώρα, top-downoδηγίες, από το αυστηρά ιεραρχημένο Υπουργείο Γεωργίας; Ίσως, εδώ, ένα σώμα αγροτών-ήδη η Νότια Χίος επωφελείται από πτυχιούχους αγρότες- που διαθέτει επαυξημένα τυπικά προσόντα μπορεί να επηρεάσει την ελληνική αγροτική πολιτική προς ένα βιώσιμο μέλλον.