Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε μια μικρή γοργόνα. Μια μέρα ξεμάκρυνε από το σπίτι της στο βυθό της θάλασσας κι έφτασε στο νησί της Χίου.
Είχε χάσει τον δρόμο και ξημεροβραδιαζόταν στα ρηχά κρατώντας το μεγάλο κάτασπρο κοχύλι της ψηλά, σημάδι της γενιάς της, μήπως και το δει καμιά φώκια ή κάποιο περαστικό δελφίνι και πάει μαντάτο στην Κυρά της Θάλασσας, την μάνα της.
Είχε χάσει τον δρόμο και ξημεροβραδιαζόταν στα ρηχά κρατώντας το μεγάλο κάτασπρο κοχύλι της ψηλά, σημάδι της γενιάς της, μήπως και το δει καμιά φώκια ή κάποιο περαστικό δελφίνι και πάει μαντάτο στην Κυρά της Θάλασσας, την μάνα της.
Την είχε δει όμως ένας καλός γλύπτης Χιώτης, ο Γιώργος Τσαπέλας, πήρε την πέτρα και λάξεψε πάνω της την όμορφη μικρή γοργόνα με το κοχύλι της. Την έβαλε σε ένα μικρό συντριβάνι, χαρά των περαστικών, μικρών και μεγάλων.
Μα η μικρή πέτρινη γοργόνα μια μέρα -σαν την αληθινή- έχασε το σπίτι της. Της γκρέμισαν το ωραίο συντριβάνι, τσιμέντωσαν τα πάντα ολόγυρα – πώς λέμε «τσιμέντο να γίνει!» – κι η γοργόνα πια απομένει θλιβερό θέαμα, χωρίς νερό, χωρίς σπίτι, με μοναδική παρηγοριά το κοχύλι της.
(Νύχτα με τη μέρα, η μικρή γοργόνα απόψε και πριν από πολλά χρόνια με το ωραίο συντριβάνι της…)
Διαφήμιση