Το ´χε μυριστεί πως δε θα’ ταν μια συνηθισμένη Πρωτομαγιά. Αντί για ευωδίες ανθέων, στα ρουθούνια της είχε οσμή καμένου ξύλου. Και τις απαράτησε τις άλλες με τα τραπεζομάντηλα και τα καλάθια και πήγε να ξαπλώσει δίπλα στο νερό. Μόλις ακούμπησε το κεφάλι της στο χορτάρι, κρύος ιδρώτας την έλουσε. Η φλεβίτσα που ‘ χε πλάι στο δεξί μάτι πετάχτηκε ζωηρά απ´ το σφίξιμο. “Πονώ” βόγκηξε η Λέγκω πλάι στον ποταμό, ξεριζώνοντας με τις χούφτες της τις ολοκόκκινες παπαρούνες. “Γυναίκες, πού ‘ στενε; Πονώ.” ξαναφώναξε. ” Να μην εγκαστρωνούσουνα ξανά μαρή. Του Γιάννη του Μυτόγκα είναι τούτη τη φορά το παιδί. Είναι μυτερή η κοιλιά σου. Αγόρι μεγάλο θα βγει από μέσα σου. Θα υποφέρεις, στο λέγω.” Έσταξε πάλι το φαρμάκι της η Μαρίτσα πάνω από την ετοιμόγεννη Λένγκω. Βλέπεις τηνε ζήλευε γιατί η Λένγκω ίσαμε τα τώρα της, τα 24 της χρόνια, δεν έχει αφήσει αρσενικό που να μη δοκιμάσει το πράμα του. Μ´ όλο το χωριό έχει πάει. Η Μαρίτσα πάλι δεν είχε ποτέ της ορμές, το σώμα της στεγνό, κοκκαλιάρικο. Ανέκφραστο πρόσωπο, παγωμένο αλλά καλή ψυχή. Πού και πού της έβγαινε μια ξινίλα αφού χαρά δεν είχε νοιώσει στα σπλάχνα της. Το κορμάκι της Λένγκως, όμως, είχε μια λαγνεία απ ‘ όταν ήτανε μικρή. Της άρεσε να γυμνώνεται μέσα στους αγρούς και να τρίβετε στα δέντρα, στα χορτάρια. Απολάμβανε ν´ αγγίζει το κορμί της από την κορφή μέχρι τα νύχια. Μπορεί να ´ χε περίεργη μούρη , αλλά κατά γενική ομολογία είχε ποδάρες και ένα κώλο στητό που έκανε τα μυαλά των αρσενικών να σαλεύουνε στο πέρασμα της. Στα 13 της, μια μέρα που πλενόταν μέσα στο ποτάμι, την παραφύλαε ο Πέτρος ο καντηλανάφτης. Την είδε να σκύβει να λουστεί κι άναψε. Το φερμουάρ κόντεψε ν ´ ανοίξει από το φούσκωμα. Άρχισε να πετάει τα ρούχα του σα να καιγότανε από πυρετό. Πήγε αργά – αργά προς το μέρος της, της έπιασε απαλά τον κώλο και ακούμπησε πάνω της ήσυχα. Εκείνη καθόλου δεν ταράχτηκε. Σα να το περίμενε καιρό αυτό το άγγιγμα. Ανασηκώθηκε , έπιασε με το ένα χέρι το λαιμό του και τον φίλησε με λύσσα. Έπειτα γύρισε και ώρα πολλή τριβόντουσαν ο ένας πάνω στον άλλο. Εκείνη τη μέρα του Μαρτιού , ήταν η πρώτη μέρα που τη χάιδεψε κάποιος άλλος. Ο Πέτρος ο καντηλανάφτης, που ο θρύλος τον ήθελε τον πιο προικισμένο άντρα του χωριού, ήταν αυτός που μύησε τη Λένγκω στις ηδονές της σάρκας. Από τότε ήθελε όλους τους άντρες να τους δοκιμάσει. Και όλους τους πόνους που της έφερναν θεϊκή, μανιώδη χαρά. Και δεν την ένοιαξε ποτέ τι λένε όλοι στο χωριό. Της άρεσε το πήδημα. Το απολάμβανε. Και τα δυο παιδιά της , δεν ξέρει καλά – καλά ποιανού είναι. Μόνο υποπτεύεται πως ο Γιώργης , ο πρωτότοκος της, είναι του Ζαννή. Έχουν κι οι δυο μια περίεργη τσάκιση στ ´ αυτί. Και ο δεύτερος, ο Βαλάντης, είναι του Μιχάλη του καφετζή, γιατί είναι φτυστός με το παιδί του το νόμιμο.
” Δεν είναι η ώρα σου , διαολεμένο. Θες να βγεις στο οχτώ. Είναι γρουσούζικο νούμερο. Μείνε λίγο ακόμα μέσα.” ξαναβόγκηξε η Λένγκω μέσα από τα δόντια της. ” Πρωτομαγιά ήρθαμε να φάμε, να πιούμε, να τραγουδήσουμε κι εσύ θες να με παιδέψεις. Θες να με πεθάνεις”. Η Μαρίτσα κατάλαβε πως δεν είναι αστεία τα πράματα και πως από στιγμή σε στιγμή μπορεί να γεννήσει μέσα στα λαγκάδια η Λένγκω. Την καθησύχασε πως όλα καλά θα πάνε και πήγε να μαζέψει τις υπόλοιπες που λιάζονταν σα σταφίδες και είχαν στις αγκαλιές λουλούδια. ” Τρεχάτε γυναίκες! Λεμονίτσα, Σούλα! Η Λένγκω γεννά δίπλα στο ποτάμι! ” φώναξε με τσιριχτή φωνή η Μαρίτσα και επιφωνήματα και ποδοβολητά κάλυψαν μεμιάς όλους τους ήχους της φύσης. Τα λουλούδια έπεφταν από τα χέρια των γυναικών κι αυτές έτρεχαν σαν ξέφρενες μαινάδες πάνω σ΄ ένα ποτάμι χρώματος και οσμών . Τη βρήκαν στο ίδιο σημείο με ανοιχτές τώρα τις παλάμες και ματωμένες από τις παπαρούνες που είχε ξεριζώσει. Της ανεβάσαν το φόρεμα , της κατεβάσαν το βρακί κι έβαλαν από κάτω της ένα τραπεζομάντηλο. Στο πιάτο θα ΄ρχόταν το παιδί! ” Έλα αγόρι μου, έλα ομορφάντρα μου! Μη χάσω όλη τη μέρα με αγκομαχητά και να ΄χω κι αυτές πάνω από το κεφάλι μου”. Πεπεισμένη ήταν η Λέγκω πως γιο θα’ κανε πάλι. Και πάντα γιούς ήθελε να κάνει. Γιατί τους άντρες κανένας δεν τους αγγίζει, κανένας δεν τους κολλά ρετσινιά , κανένας δεν τους γκαστρώνει.
Η Σούλα, στιβαρή γυναίκα με μεγάλα χέρια και άγριο βλέμμα , η πιο παλιά μαία του χωριού, ανέλαβε δουλειά. Από μικρή ξεγεννούσε αγελάδες με τον πατέρα της και στα δεκάξι της βοήθησε τη μάνα της να ξεγεννήσουν τη θειά της. Δύσκολη γέννα. Τη σημάδεψε και έδωσε όρκο από τότε πως όποια γυναίκα τη χρειαζόταν , θα ‘ τανε στο πλάι της. Παρά το αυστηρό και εξεταστικό της βλέμμα, είχε μια φωνή απαλή, καθησυχαστική. Όταν άνοιγε το στόμα της, αγγέλοι νόμιζες πως θα κατεβούν στη γη. Οι ετοιμόγεννες γαλήνευαν σαν την άκουγαν, της φιλούσαν τα χέρια.
Πέρασαν δυο τρεις ώρες με τα βογγητά της Λένγκως και με τις γυναίκες γύρω της να της κρατάνε τα χέρια σαν τον Εσταυρωμένο και να της δίνουνε θάρρος και δύναμη. Άρχισαν σιγά- σιγά να φαίνονται και τα πόδια του μωρού. Ανάποδα ερχότανε. Διόλου δεν πτοήθηκε η Σούλα, είχε ξεγεννήσει και ξεγεννήσει. Μια αστραπή έσκισε στα δυο τον ουρανό. Ξεκίνησε ψιλόβροχο. Η Λένγκω έβγαλε ένα ουρλιαχτό απόγνωσης: “Φτύσε, φτύσε με κι εσύ. Άι στο διάολο όλοι σας. “. Η Λεμονίτσα βούρκωσε κι άρχισε να της χαιδεύει με ευλάβεια μητρική το κεφάλι . Η Μαρίτσα φώναξε άλλες δυο να κρατήσουν δεξιά κι αριστερά ένα τραπεζομάντηλο από πάνω της για να μη βραχεί. Η Σούλα έδινε προστάγματα σπρωξίματος. Η Λένγκω την άκουγε ευλαβικά αλλά ένοιωθε να μην αντέχει πια από τον πόνο. Την πιάσαν τα διαόλια της και πρόσταξε όλες τις γυναίκες να φύγουν. Ήθελε μόνο τη Σούλα δίπλα της για ν ΄ανέβει αυτό το Γολγοθά. Όλες χάθηκαν για λίγο μέσα στον κάμπο. Όλες εκτός από τη Λεμονίτσα που έμεινε πίσω από ένα δέντρο να κρυφοκοιτάζει. Ήθελε να ´ ναι εκεί να βοηθήσει σαν τη χρειαζόταν η Σούλα και η Λένγκω. Ένοιωθε μια τρυφερότητα και συνάμα ένα θαυμασμό για τη Λένγκω. Της άρεσε που δεν είχε ποτέ υποταχτεί σε κανέναν και ζούσε ελεύθερη.
Περάσανε οι ώρες , θα σουρούπωνε σε λίγο. Οι άλλες ούτε που ξαναφάνηκαν. Μόνο η Λεμονίτσα είχε κάτσει κατά γης και άκουγε όλα τα κλάματα και τους βόγγους της Λένγκως και δάγκωνε το μαντήλι της από αγωνία και παρακαλούσε και προσευχόταν σ ´όλους τους Αγίους μα πιο πολύ στον Άγιο Χαράλαμπο, για τη μάνα και το παιδί της. Το τελευταίο ουρλιαχτό της Λένγκως – σαν την πρότερη αστραπή- έσκισε στα δυο τη σιωπή του κάμπου και σήκωσε όρθια τη Λεμονίτσα. Το μωρό γλίστρησε, επιτέλους, κλαίγοντας γοερά και η Σούλα αναφώνησε : “Λεμονίτσα ! Το μαχαίρι!” Έκοψε , έδεσε τον ομφάλιο λώρο, το σήκωσε ψηλά και είπε:” Καμάρωσέ τον , είναι δυνατός ο γιος σου!”. Η Λεμονίτσα ξέσπασε σε κλάματα χαράς. Η Λένγκω μέσα στη ζάλη και την ταλαιπώρια της , είδε πως είχε ένα μεγάλο σημάδι στο μηρό. Φώναξε με αγωνία : ” Άχου! Σημαδεμένο βγήκε το παιδί μου;;”. Στο άκουσμα της λέξης η Λένγκω και η Λεμονίτσα πάγωσαν να κοιτάνε το μωρό. Η μια ακόμα ξαπλωμένη, ξεβράκωτη με ένα ποτάμι αίμα μπροστά της και η άλλη με μια γαλήνη στο βλέμμα , με υπομονή Αγίας, σταμάτησε το κλάμα. Η Σούλα κρατούσε ακόμα σηκωμένο το παιδί στα χέρια αλλά κοίταξε βαθιά μέσα στη σιωπή που έπεσε, με το πάντα εξεταστικό της βλέμμα, κι ένιωσε πως κάτι τρέχει. Η Λεμονίτσα κατάλαβε πως το τρίτο παιδί της Λένγκως ήταν του άντρα της. Του Νώντα του χασάπη, που είχε ακριβώς το ίδιο σημάδι με το νεογέννητο, και όχι του Γιάννη του Μυτόγκα, όπως προέβλεψε η Μαρίτσα. Στάθηκε αργά όρθια στα πόδια της , πήρε το μωρό από τα χέρια της Σούλας, το κράτησε στην αγκαλιά της. Του έριξε φρέσκο νερό απ´ το ποτάμι, το καθάρισε, το χάιδεψε, το τύλιξε με τη μαντήλα της. Κοίταξε τη Λένγκω ολόισια στα μάτια με αγάπη και ειλικρίνεια αφοπλιστική και της το ‘ δωσε να το κρατήσει· “Χαραλάμπη να το βγάλεις. Στ´ όνομά του παρακαλούσα όσες ώρες πάλευες να το φέρεις στη ζωή.”
(Τα κείμενα είναι γραμμένα στα πλαίσια του Λογοτεχνικού Εργαστηρίου του Ομήρειου Πνευματικού Κέντρου Δήμου Χίου, με εμψυχωτή τον Γιάννη Μακριδάκη και δημοσιεύονται με τη σύμφωνη γνώμη των δημιουργών τους.).