Αρχική Απόψεις Aρθρα Μνήμες Μικράς Ασίας- Μια ρίζα δεντρολίβανο, γράφει η Σ. Καρασούλη

Μνήμες Μικράς Ασίας- Μια ρίζα δεντρολίβανο, γράφει η Σ. Καρασούλη

474

Τσεσμές- 1922
“Πάρτε δυο πράματα ο καθένας! Μάνι-μάνι!!”, μας είπε ο κύρης μας.
Η Μαρίτσα ανέβηκε βιαστικἀ στην κάμαρή μας. Μα εγώ εβγήκα στην αυλή. “Ψι ψι ψι…. Φούλη, Φούλη…” Φούλη τον εφωνάζαμε τον γάτο μας γιατί ήταν φαφουρένιος, κάτασπρος σαν το φούλι που μοσκομύριζε στην μεγάλη γλάστρα της αυλής.
“Ψι ψι ψι…” Άφαντος ο Φούλης! Πού τριγύριζε τέτοια ώρα ο ανόητος…

Μια ρίζα δεντρολίβανο,
Τσεσμές- 1922
γράφει η Σοφία Καρασούλη

“Ἑιρήνη!! Είπαμε μάνι-μάνι!!!” “΄Ερχουμαι!” Έριξα άλλη μια ματιά τριγύρω. Του κάκου… Πήρα από τη γωνιά το γλαστράκι με το δεντρολίβανο. Το΄χαμε φυτέψει με τον παππού το περασμένο φθινόπωρο.
“Να το ποτίζεις, Ρηνάκι, και να με θυμάσαι,” μου’χε πει, σα να τό’ξερε πως θα μας έφευγε ξαφνικά δυο μήνες αργότερα.

Ο παππούς ήτανε μπαξεβάνης στα νιάτα του στο σπίτι ενός πασά στην Πόλη. Χίλια δυο σχέδια έφτειαχνε σαν κλάδευε τους θάμνους και τα δεντράκια: χήνες και πάπιες, κύκνους και ελαφάκια. Στεκόντουσαν οι περαστικοί να θαυμάσουν τον κήπο μας. Είχε φυτέψει τριανταφυλλιές και γιασεμιά, διατσίντα και λεβάντες, και καταμεσής έναν ψηλό πυράκανθο. Στο χωραφάκι είχε βάλει φρουτόδεντρα -βυσσινιές, μια αχλαδιά, πορτοκαλιές και παστολεμονιές, και δυο χιώτικες μαντερινιές.
Τα μαντερινάκια ήτανε ακόμη μικρά και πράσινα, Σεπτέμβρης μήνας. Έκοψα μερικά και γιόμισα τις τσέπες του φουστανιού μου.

“Ἑιρήνη!!!” Έτρεξα στο σπίτι. Η Μαρίτσα κατέβαινε τις σκάλες, κρατώντας παραμάσχαλα το μαντολίνο της και στο άλλο χέρι το κλουβάκι με την καρδερίνα.
“Αχ, πού να’ναι ο Φούλης… πίσω θα μείνει ο καημένος…” σκέφτηκα, και στη σκέψη μάτωσε η καρδιά μου.
“Τρεχάτε! Πάμε στο γιαλό!!”

Πώς εχωρέσαμε στ’ αλήθεια τόσοι ανομάτοι μέσα στη βαρκούλα; Οι γειτόνισσες εκλαίγανε, έκλαιγε κι η Μαρίτσα στην αγκαλιά της μάνας.
Εγώ κρατούσα σφιχτά το γλαστράκι με το δεντρολίβανο.

Βανκούβερ- 2022
“Τι σκαλίζεις στον κήπο, πατέρα;”
“Τίποτις… να, έφερα ένα ξεσκιλίδισμα από την δεντρολιβανιά της μάνας…
“Πω πω! Και δεν μου είχες πει τίποτα! Να μας έπιαναν τα σκυλιά στο αεροδρόμιο… Δεν τα είδες που τριγύριζαν με τους τελωνειακούς και μύριζαν τις βαλίτσες;”

Ο πατέρας με κοιτάζει με το ήρεμο βλέμμα του κι ένα αχνό χαμόγελο.
“Δεν μας το βρήκαν, όμως, έ; Δεν σου ‘χω πει ποτέ για τη γιαγιά την Ειρήνη, σαν ήρθανε με τη βάρκα από τον Τσεσμέ, πρόσφυγοι, κυνηγημένοι;
“Πάρτε δυο πράματα,” τους είπανε οι δικοί τους. Κι εκείνη γέμισε τις τσέπες πράσινα μαντερινάκια -Σεπτέμβρης μήνας ήτανε και δεν είχανε γίνει ακόμη-να τα’χει να τα μυρίζει.
Και πήρε και το γλαστράκι με το δεντρολίβανο, που είχανε φυτέψει με τον προπάππου τον Δημήτρη. Αυτό μετά η μάνα το φύτεψε στην αυλή στο συνοικισμό. Και μεγάλωσε και θέριεψε, δέντρο ολάκερο η δεντρολιβανιά!”

Ναι, δέντρο ολάκερο η μεγάλη δεντρολιβανιά στο πατρικό της γιαγιάς. Αυτήν έβαζα στο νου μου κάθε φορά που άκουγα τον χιώτικο Άι-Βασίλη, “Αρχιμηνιά κι αρχή χρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά…”.
Αψηλή, θαλερή πάντα, με τα λεπτά μαβιά λουλουδάκια…
Θυμάμαι τον πατέρα μου να κόβει πάντα ένα κλωναράκι για το πέτο του.
“Πριν φύγω για τα ξένα, ξεσκιλίδισα λίγο, να το φυτέψω εδώ. Για παρηγοριά. Πώς το λε και το τραγούδι, ‘πἀρε μια βέργα λυγαριά, μια ρίζα δεντρολίβανο…”.
“Θα το κάψει ο χειμώνας, καλέ πατέρα. Κάνει πολύ κρύο στον Καναδά, δεν το ξέρεις;”
“Κόρη μου, εδώ εγλίτωσε την Καταστροφή και την προσφυγιά, το κρύο θε να φοβηθεί;
Θ’ αντέξει… όπως αντέξανε κι οι αθρώποι τότε… όπως αντέχουμε.”

σ.σ : Το κείμενο παρουσιάστηκε στο θεατρικό δρώμενο «Μια Ρίζα Δεντρολίβανο» στα πλαίσια του 6ου Φεστιβάλ «Μούσα Ελληνική».
Από το κείμενο της Σοφίας Καρασούλη πήρε τον τίτλο και το θεατρικό δρώμενο.

Διαφήμιση