Τι της ήρθε να πάει με τα πόδια; Ύστερα από τόσα χρόνια, πώς να μη χαθεί στα στεναδάκια του Κάμπου;
Βροχάρης καιρός από το πρωί, μούχρωσε και νωρίς… «Του Σαρανταμέρου η μέρα, καλημέρα καλησπέρα» σαν που το λέγαν οι πρωτινοί.
«Πόσα χρόνια έχω να πάω στης θειάς της Αργυρώς…;» μουρμούριζε μέσα της. «Είκοσι χρόνια; Μπορεί και παραπάνω…».
Είχε ντραπεί να τη ρωτήσει στο τηλέφωνο τα κατατόπια. Και να που είχε τώρα χάσει το δρόμο! Αφόρτιστο και το ρημάδι το κινητό, άλλη παλαβομάρα… Το σκοτάδι έπεφτε γρήγορα, κι οι αψηλοί τοίχοι των περιβολιών δεξιά κι αριστερά κρύβανε τα φωτάκια των σπιτιών. Απόλυτη σιωπή… Μοναχά κανένα σκυλί αλυχτούσε αραιά και πού.
Θυμήθηκε τις ιστορίες του πατέρα της για τον Μόρο πού´βγαινε τις νύχτες στα στενά του Κάμπου και σκιάχτηκε για μια στιγμή όπως παλιά, σαν ήτανε παιδί. Τάχυνε το βήμα. Να βγει στον κεντρικό δρόμο τουλάχιστον, μήπως και προσανατολιστεί. Ίσως να σταματούσε και κανένα αυτοκίνητο να ρωτήσει. Στο σταυροδρόμι έφαγε την πρώτη ψιχάλα, μετά τη δεύτερη… Κοντοστάθηκε… Να πάει δεξιά ή αριστερά;
Αποφάσισε να πάρει το δεξί δρομάκι που της φάνηκε πιο φωτεινό. Και πάνω που έστριψε, είδε από μακριά το παλιό γνώριμο φαναράκι στην αυλόπορτα του περιβολιού της θείας να φέγγει αχνά μέσα από τις φυλλωσιές. Τι ανακούφιση!
Ένιωσε σαν τον τυφλοπόντικα του γνωστού παραμυθιού που βρήκε το σπίτι του με τη μυρωδιά. Χτύπησε το κρουκέλι και νά´σου η θειά η Αργυρώ, η μικρή αδερφή του παππού, μ´ένα πλατύ χαμόγελο, ίδια κι απαράλλαχτη όπως τη θυμότανε. «Μωρέ μπράβο!» είπε από μέσα της. «Δεν την άγγιξε ο χρόνος τη θειά…».
Η θεία την έσφιξε στην αγκαλιά της και δεν έλεγε να την αφήσει. «Καλώς τηνα! Πόσον καιρό έχω να σε διω… Επήγες πια στην ξενιτιά κι ήριξες μαύρη πέτρα!» Με το που μπήκε μέσα την επήρε η μυρωδιά των γλυκών. «Στην ώρα ήρτες, κόρη μου! Πάνω που ξεφούρνισα τα φοινίκια. Α φάμε τώρα λίγα αμέλωτα, κι ίσαμε τα Χριστούγεννα που θα τα μελώσω, να ξανάρτεις να τα φας και μελωμένα.».
Την έβαλε να καθίσει στην τραπεζαρία. Στο τραπέζι το σπιτικό λικέρ τριαντάφυλλο πλάι στη φοντανιέρα με τα σοκολατάκια. Νουαζέτες. «Έλα, πιες ένα λικεράκι να ζεσταθείς από το δρόμο και μετά τα λέμε. Θα βάλω και το μπρίκι να πιούμε φρασκομηλιά με τα φοινίκια. Για δε, έχω και κουρκουμπινάκια. Θες;» «Μαμούλια δεν έκανες εφέτος, θεία;» «Ε και πώς να μην κάνω;! Ήλεγα πως ενήστευες και δε σου τά’ βγαλα… Πάω να φέρω.».
Δεν πρόλαβα να πω κουβέντα, κι η θεία εξαφανίστηκε στην κουζίνα για να γυρίσει σε λίγο με μια γυάλινη πιατέλα γεμάτη μαμούλια. Μοσχομύρισε τ´ ανθόνερο… «Έλα, πάρε ένα. Πόσον καιρό έχεις να φας;».
Έπιασα ένα μαμούλι, και πάνω που άνοιγα το στόμα μου να το γευτώ, χτύπησε το ξυπνητήρι! Κι έτσι μού´μεινε η γλύκα… Και του χρόνου στη Χίο, ακόμη κι αν είναι όνειρο.
(Τα χιώτικα μαμούλια είναι από παλιά ανάρτηση. Τη φωτογραφία με το φαναράκι μού έστειλε η εξαδέλφη μου η Άσπα).









