Η θεία μου με κρατούσε στην αγκαλιά της μέσα στη μακρόστενη αυλή του πατρικού και ο πατέρας μου που δεν με είχε αναγνωρίσει ρώτησε: “ποιο είναι αυτό το.. βουτυρόπαιδο;”.
Ε σαν νεογέννητο μωρό όπως τα περισσότερα άλλωστε, είχα μερικά μαγουλάκια. “Βρε Γιώργο το παιδί σου είναι!”.
Βέβαια είχαν πια βγει οι αναπτήρες υγραερίου αλλά που και που άναβε κανένα. Ίσως για να του έρθουν οι αναμνήσεις. Θυμάμαι πόσο με εντυπωσίαζε η χρωματιστή φλόγα που έβγαζαν μερικά αλλά και πόσο μου άρεσε η έντονα όξινη μυρωδιά από το θειάφι όταν άναβαν.
Αυτά τα χρωματιστά σπιρτόκουτα τα έχω βάλει μέσα σε ένα ξύλινο κουτάκι από πούρα τοποθετημένο πάνω σε ένα μικρό επιπλάκι εισόδου. Κάποιες φορές ηρεμίας που κάθομαι στον καναπέ το ανοίγω. Παίρνω τα σπιρτόκουτα στα χέρια μου, τα χαϊδεύω με τα ακροδάχτυλα, τραβάω τη χάρτινη θήκη και που και που ανάβω και κανένα σπίρτο για να τον φέρω στο μυαλό μου.
Το ίδιο έκανα και σήμερα, 28 Ιουνίου. Ειδικά σήμερα.
Με ένα καφέ και με το πρωινό φως να μπαίνει από τις κουρτίνες άνοιξα το κουτί.
Έβγαλα τα σπιρτόκουτα έξω ένα ένα, χάζεψα τα σχέδια και άναψα μερικά σπίρτα σέρνοντάς τα πάνω στη σκούρα τραχιά επιφάνεια.
Μύρισα το θειάφι, έβλεπα τη μικρή φλόγα να προσπαθεί να κρατηθεί ζωντανή πάνω στο λεπτό χαρτονάκι μέχρι αυτό τελικά να γίνει καύτρα.
Στη φωτογραφία ο πατέρας μου σε μία από τις αγαπημένες του βόλτες που ακούραστος όπως ήταν συνήθιζε να μας πηγαίνει με τον αδερφό μου. Ο brother στα δεξιά.