Λιτά, ταπεινά εδέσματα «του παλιού καιρού» από τη Λαγκάδα της μεταπολεμικής εποχής.
Η Μεγαλοβδομάδα απαιτούσε προσευχή και νηστεία, όχι όμως πείνα.
Οι Λαγκαδούσοι ξανάφερναν στο τραπέζι τους τα ανάλαδα φαγητά της Κατοχής για να ξεγελάσουν – όπως και τότε – την πείνα τους, να αντέξουν στον πειρασμό να μη «μουρδευτούν», μέχρι τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου που γυρνούσαν από την εκκλησία και αφού πλέον είχαν ακούσει το πολυπόθητο Χριστός Ανέστη.
Φαγητά, ευρέως γνωστά στο χωριό τις μέρες της νηστείας ήταν:
τα Βρεχτοκούκια, ξερά κουκιά από τα Βορειόχωρα, βρεγμένα μέρες πολλές για να μαλακώσουν που τα συνόδευαν με ελιές, κρεμμύδι, φλισκούνι φρέσκο και κάρδαμο,
το Φασολόρυζο, μια χούφτα φασόλες κι ένα φλιτζανάκι ρύζι ανακατεμένα με ντομάτα και χωρίς λάδι,
η Καλαμπουκόκρεμα, κοπανισμένο καλαμπόκι μέχρι να γίνει σκόνη που το κοσκίνιζαν με την ψιλή τριχιά και, αφού το σοτάριζαν με λάδι, το απόψηναν με νερό και με λίγη ζάχαρη – αν υπήρχε – για να μη μυρίζει αλευρίλα. Τη σέρβιραν πασπαλισμένη με κανέλλα,
τα νερόβραστα Ροβύθια με χερίσιο φιδέ– είτε με λεμόνι είτε με ντομάτα και μπαχαρικά (πιπέρι) -και
η Κουκουτσού με σκόρδο, με μπόλικα ξεφλουδισμένα, καλά κοπανισμένα αμύγδαλα, λιγότερο σκόρδο, κοπανισμένο και αυτό, με λίγο ψωμάκι, αλάτι και λάδι, που όλα μαζί τα ανακάτευαν, όπως κάνουμε σήμερα τη σκορδαλιά και με το μίγμα άλειφαν το ψωμί τους.
Πασχαλινό τραπέζι
Η μαγειρίτσα για τη νύχτα της Ανάστασης ήταν άγνωστη.
Το πασχαλινό τραπέζι είχε λουκάνικα και συκώτι στο τηγάνι, αυγά βραστά, τυρί και μουζήτρα φρέσκια και όσοι είχαν δικό τους κρασί τσούγκριζαν και κανένα ποτηράκι. Οι υπόλοιποι εύχονταν με λίγο ουζάκι και τα παιδιά με γάλα.
Και παρά την ανέχεια, οι Λαγκαδούσοι κρατούσαν όλες τις παραδόσεις στο τραπέζι τους και γιόρταζαν το χαρμόσυνο μήνυμα οικογενειακά με ό,τι διέθετε το κάθε σπίτι.
Να θυμίσουμε τέλος ότι μέχρι και σήμερα πολλοί συνηθίζουν να ψήνουν το αρνί ή διάφορα κρεατικά τη Δευτέρα του Πάσχα στις εξοχές, όπου εκδράμουν σε παρέες. Συνήθεις προορισμοί η Κυδιάντα, το Γιβάρι, το Δελφίνι και τα Γρίζα.
Τα παραδοσιακά φαγητά είναι από το βιβλίο «Ταπεινών εδέσματα» της Ευγενίας Καλαγκιά – Μουρατίδου.