Αρχική Νέα Ελλάδα - Κόσμος Επέτειος φρίκης για την Ευρώπη

Επέτειος φρίκης για την Ευρώπη

10

Σήμερα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τίμησε τη μνήμη των θυμάτων των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Μαρτίου 2004, που προξένησαν 191 νεκρούς και 1.800 τραυματίες στη Μαδρίτη, δυόμισυ χρόνια μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στη Νέα Υόρκη και την Ουάσιγκτον. Αυτά τα δύο τραγικά γεγονότα οδήγησαν την Ευρωπαϊκή Ενωση να εντείνει τις προσπάθειές της για να καταπολεμήσει την τρομοκρατία.

Την ίδια ημέρα που σημειώθηκαν οι επιθέσεις στη Μαδρίτη το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε ψήφισμα με το οποίο ανακηρύχτηκε η 11η Μαρτίου ως Ευρωπαϊκή Ημέρα μνήμης των θυμάτων της τρομοκρατίας.

Υστερα από τις τρομοκρατικές επιθέσεις στον σιδηροδρομικό σταθμό της Μαδρίτης, επιτάχυνε την ήδη έντονη ανάμειξή του στα αντιτρομοκρατικά μέτρα. Οι προσπάθειες αυτές θα συγκεκριμενοποιηθούν τον προσεχή Μάϊο όταν οι βουλευτές θα υιοθετήσουν 4 νέες σχετικές εκθέσεις. Στις 17 Μαρτίου θα διεξαχθεί μια δημόσια ακρόαση και στη σύνοδο της ολομέλειας της 25ης-26ης Μαϊου 2005 στις Βρυξέλλες θα συζητηθεί η αναθεώρηση του αντιτρομοκρατικού σχεδίου δράσης που άρχισε να διαμορφώνεται το 2001.

Το κείμενο που ακολουθεί περιγράφει τα μέτρα που έλαβε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά της τρομοκρατίας, επιδιώκοντας σε μόνιμη βάση την ισορροπία μεταξύ της ασφάλειας και της ελευθερίας.

Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης

Κατά την προηγούμενη νομοθετική περίοδο οι βουλευτές είχαν ήδη εκφράσει την ανησυχία τους από την αύξηση της τρομοκρατικής δραστηριότητας μέσα στην Ενωση και την ακαταλληλότητα των παραδοσιακών μορφών δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι το Κοινοβούλιο μολονότι έχει συμβουλευτικό μόνο ρόλο σε θέματα αντιτρομοκρατικής δράσης, οι απόψεις του λαμβάνονται σοβαρά υπόψη από το Συμβούλιο Υπουργών.

Στις 5 Σεπτεμβρίου 2001, λίγες ημέρες πριν από τις επιθέσεις στη Νέα Υόρκη και την Ουάσιγκτον, οι ευρωβουλευτές είχαν εγκρίνει ένα ψήφισμα που περιείχε μια σειρά από συστάσεις σχετικά με τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Ενωσης στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας. Ζητούσαν από το Συμβούλιο να θεσπίσει ένα ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, να δοθεί ο κοινοτικός ορισμός της τρομοκρατικής πράξης και να προσδιοριστούν οι κυρώσεις κατά της τρομοκρατίας. Το Κοινοβούλιο ζητούσε ειδικότερα να καταργηθούν οι τυπικές διαδικασίες έκδοσης και να αναγνωρίζουν τα κράτη μέλη αμοιβαία τις αποφάσεις που λαμβάνονται από το καθένα σχετικά με τρομοκρατικές πράξεις. Οι βουλευτές ζητούσαν επίσης από τα κράτη μέλη να εγκρίνουν τις βασικές ρυθμίσεις για την αποζημίωση των θυμάτων των τρομοκρατικών εγκλημάτων. Πολλά από τα αιτήματα αυτά ενσωματώθηκαν στη νομοθεσία που προτάθηκε στη συνέχεια.

Πάγωμα των περιουσιακών στοιχείων των τρομοκρατών

Αμέσως μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, η Ευρωπαϊκή Ενωση πολλαπλασίασε τις προσπάθειες για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Την 1η Οκτωβρίου 2001 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλε προτάσεις για το πάγωμα των περιουσιακών στοιχείων 27 ατόμων και οργανώσεων ύποπτων εμπλοκής σε τρομοκρατικές επιθέσεις. Το Κοινοβούλιο, από το οποίο ζητήθηκε να εκφέρει γνώμη πάνω στις προτάσεις αυτές, δραστηριοποιήθηκε αμέσως εγκρίνοντας τη νομοθετική πρόταση 3 ημέρες μετά τη δημοσίευσή της. Εντούτοις, οι ευρωβουλευτές δήλωσαν ότι το πάγωμα των περιουσιακών στοιχείων θα έπρεπε να είναι προσωρινό, δεδομένου ότι η πρόταση είχε υποβληθεί βιαστικά και έπρεπε να γίνουν βελτιώσεις. Εκτίμησαν επίσης ότι ο κανονισμός έπρεπε να λήξει με το τέλος του 2003 και να επανεξεταστεί μέσα σε ένα χρόνο. Τα αιτήματα αυτά λήφθηκαν υπόψη από το Συμβούλιο Υπουργών και ενσωματώθηκαν στην τελική νομοθεσία.

Τα δικαιώματα των πολιτών σε κίνδυνο

Τον Νοέμβριο του 2001 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο γνωμοδότησε πάνω σε μία νέα νομοθετική πρόταση που αφορούσε την τιμωρία κάθε συνεργασίας με τρομοκράτες και κάθε υποστήριξης τρομοκρατικών πράξεων. Οι ευρωβουλευτές είχαν ζητήσει να συνιστούν επιβαρυντική περίσταση οι επιθέσεις κατά στρατιωτικών και να περιληφθούν στον ορισμό της τρομοκρατίας οι πειρατικές ενέργειες κατά αεροπλάνων και πλοίων καθώς και η διασπορά επικίνδυνων χημικών ή βιολογικών ουσιών.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχε προτείνει επίσης να τροποποιηθεί η διατύπωση της νέας νομοθεσίας προκειμένου να αποτραπεί να θεωρούνται τα μικροεγκλήματα ή η πολιτική δράση (ιδίως οι νόμιμες διαδηλώσεις) ως τρομοκρατικές ενέργειες. Τα αιτήματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εισακούστηκαν από το Συμβούλιο Υπουργών που προσπάθησε να επιτύχει μια ισορροπία ανάμεσα στην αποτελεσματική καταπολέμηση των τρομοκρατικών εγκλημάτων και τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Τελικά το Συμβούλιο τροποποίησε το σχέδιο νόμου ουσιαστικά και ξαναζήτησε τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Τον Φεβρουάριο του 2002 τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εξέφρασαν την υποστήριξή τους στη νέα βελτιωμένη εκδοχή της νομοθεσίας.

Συμφωνία ΕΕ – ΗΠΑ σχετικά με τις διαδικασίες έκδοσης και τη δικαστική συνεργασία

Το 2003, το Συμβούλιο σύναψε δύο συμφωνίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες σχετικά με τις διαδικασίες έκδοσης και τη δικαστική συνεργασία. Το Κοινοβούλιο στηλίτευσε την απουσία δημοκρατικού ελέγχου επί των συμφωνιών αυτών. Μολονότι δεν είχε αντίρρηση στις προσπάθειες που κατέβαλαν οι Ηνωμένες Πολιτείες για να καταπολεμήσουν την τρομοκρατία, οι βουλευτές ενέκριναν ένα ψήφισμα με το οποίο απαιτούσαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες να προσκομίζουν αποδεικτικά στοιχεία στα κράτη της Ενωσης για τις μεμονωμένες περιπτώσεις, ούτως ώστε να μπορούν οι πολίτες της Ενωσης που διέπραξαν αδίκημα σε ευρωπαϊκό έδαφος να δικάζονται στη χώρα τους αντί να εκδίδονται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλωστε, σύμφωνα με το Κοινοβούλιο, η συμφωνία θα έπρεπε να απαγορεύει ρητά την έκδοση προσώπων προς τις Ηνωμένες Πολιτείες εάν κινδυνεύουν να καταδικαστούν σε θάνατο. Σε περίπτωση που συγκρούονταν δύο αιτήματα έκδοσης, οι αιτήσεις του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου ή των κρατών μελών της ΕΕ θα έπρεπε να υπερισχύουν από τις αιτήσεις που προέρχονταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Οι ευρωβουλευτές επιπλέον θεώρησαν ότι θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί μία λεπτομερής μελέτη για τις ενδεχόμενες επιπτώσεις της αμερικανικής νομοθεσίας προτού οι συμφωνίες επικυρωθούν από τα κράτη μέλη. Πρότειναν να συσταθεί μία διακοινοβουλευτική επιτροπή που θα εποπτεύει τη σύναψη των συμφωνιών. Ζήτησαν από τις αρχές της Ενωσης να εξαρτήσουν την υπογραφή των συμφωνιών από την επίτευξη μιας ισόρροπης λύσης για τους ευρωπαίους πολίτες που κρατούνται στη Βάση του Γκουαντάναμο καθώς έκριναν ότι είναι απαράδεκτο να κρατούνται ευρωπαίοι πολίτες χωρίς να υπάρχει καμία κατηγορία εναντίον τους μόνο και μόνο επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες τους θεωρούν ως τρομοκράτες.

Αυξανόμενη αντίδραση στην προσέγγιση των ΗΠΑ

Το 2003 η αμερικανική προσέγγιση στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας προσέκρουσε και πάλι στον αυξανόμενο σκεπτικισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες απαιτούσαν από τις ευρωπαϊκές αεροπορικές εταιρείες να τους παρέχουν προσωπικά δεδομένα των επιβατών. Ζητούσαν 39 πληροφοριακά στοιχεία, όπως τους αριθμούς τηλεφώνου και τις διατροφικές συνήθειες των επιβατών που ταξίδευαν με υπερατλαντικές πτήσεις. Στόχος τους ήταν να εντοπιστούν οι τρομοκράτες που προσπαθούσαν να εισέλθουν στις ΗΠΑ. Εντούτοις, η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αποτελεί παραβίαση των κοινοτικών νόμων περί ιδιωτικής ζωής και οι βουλευτές φοβόντουσαν ότι οι νόμοι αυτοί θα θυσιαζόντουσαν στο βωμό της καταπολέμησης της τρομοκρατίας. Ετσι, τον Οκτώβριο του 2003 το Κοινοβούλιο ενέκρινε με συντριπτική πλειοψηφία ένα ψήφισμα με το οποίο ζητούσε να διαβιβάζονται σε τρίτους τα προσωπικά στοιχεία των επιβατών μόνον όταν: α) δεν γίνεται διάκριση κατά των μη αμερικανών επιβατών, β) όταν οι επιβάτες δίνουν τη συγκατάθεσή τους και γ) όταν οι διαδικασίες προσφυγής μπουν σε εφαρμογή. Οι βουλευτές ζητούσαν επίσης να αξιολογηθεί η αντιτρομοκρατική συνεργασία ΗΠΑ – ΕΕ υπό το πρίσμα της αποτελεσματικότητάς της και του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Το ψήφισμα κατέληγε ότι δεν είναι σήμερα δυνατόν να κριθεί ως επαρκής η προστασία των δεδομένων που παρέχονται στις αμερικανικές αρχές.

Τον Δεκέμβριο του 2003 ο Επίτροπος Μπολκεστάϊν πληροφόρησε τους βουλευτές ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν προβεί σε ορισμένες παραχωρήσεις μείζονος σημασίας και ότι η πίεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είχε παίξει προεξάρχοντα ρόλο στην επίτευξη του αποτελέσματος. Ητοι: ορίστηκαν σαφείς περιορισμοί όσον αφορά τα διαβιβαζόμενα στοιχεία και μειώθηκε ο αριθμός των πληροφοριακών στοιχείων από 39 σε 34, η χρονική περίοδος αρχειοθέτησης των στοιχείων από τα 50 χρόνια που προβλεπόταν αρχικά μειώθηκε στα 3,5 χρόνια, η χρησιμοποίηση των διαβιβαζόμενων στοιχείων έπρεπε να γίνεται με τον πιο σαφή τρόπο, η νομοθεσία θα αναθεωρείται από κοινού με τις ευρωπαϊκές αρχές μία φορά τουλάχιστον το χρόνο και οι επιβάτες των οποίων οι προσφυγές στην Υπηρεσία Εσωτερικής Ασφάλειας δεν θα ικανοποιούνται, θα έχουν το δικαίωμα να εκπροσωπούνται από τις αρχές προστασίας δεδομένων της ΕΕ. Το Κοινοβούλιο θεώρησε όμως ότι η εν λόγω συμφωνία αποτελούσε πάντοτε παραβίαση της ιδιωτικής ζωής των ευρωπαίων πολιτών. Τον Απρίλιο του 2004, αποφάσισε συνεπώς να ζητήσει τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου όσον αφορά τη συμβατότητα της συμφωνίας με τους νόμους περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων της ΕΕ. Δυστυχώς, το γεγονός αυτό δεν εμπόδισε το Συμβούλιο να υπογράψει τη συμφωνία ένα μήνα αργότερα. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έκανε τότε προσφυγή στο Δικαστήριο εναντίον της συμφωνίας αυτής. Το ζήτημα είναι πάντοτε υπό εκδίκαση.

Νέα διαβατήρια με βιομετρικά στοιχεία;

Εν τω μεταξύ, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, προέκυψε ένα νέο ζήτημα που έφερε στην επιφάνεια νέες διαφορές ανάμεσα στην ανάγκη να αυξηθεί η ασφάλεια και να προστατευθούν τα προσωπικά δεδομένα. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που έγινε στη Θεσσαλονίκη τον Ιούνιο του 2003 κάλεσε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υποβάλει μια πρόταση σχετικά με την εισαγωγή βιομετρικών στοιχείων στα διαβατήρια των ευρωπαίων πολιτών. Η Επιτροπή πρότεινε δύο μορφές βιομετρικών στοιχείων ταυτοπροσωπίας: μία ηλεκτρονική φωτογραφία υψηλής ευκρίνειας και την καταχώριση των δακτυλικών αποτυπωμάτων σε συνδυασμό με τη χρήση ενός ολοκληρωμένου κυκλώματος (ηλεκτρονικό τσίπ) που να επιτρέπει την αποθήκευση όλων των δεδομένων. Πρότεινε επίσης να δημιουργηθεί αργότερα ένα κεντρικό ευρωπαϊκό μητρώο διαβατηρίων.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επιδοκίμασε μεν τη γενική ιδέα να εισαχθούν βιομετρικά στοιχεία αλλά εξέφρασε και σοβαρές ανησυχίες τόσο ως προς τις πιθανές παραβιάσεις των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των ευρωπαίων πολιτών όσο και ως προς τον κίνδυνο να αποκτήσουν μη εξουσιοδοτημένα πρόσωπα πρόσβαση σε δεδομένα ιδιωτικού χαρακτήρα μέσω του τσίπ. Ετσι, τον Δεκέμβριο του 2004, ενέκρινε ψήφισμα στο οποίο οι βουλευτές υπογράμμιζαν ότι τα στοιχεία που περιέχονται στα διαβατήρια δεν μπορούν να χρησιμεύσουν παρά μόνο για την εξακρίβωση της αυθεντικότητας του εγγράφου και δεν μπορούν να ελέγχονται παρά μόνο από τις αρμόδιες αρχές του κάθε κράτους μέλους. Τέλος, απέρριψε την ιδέα να δημιουργηθεί μία κεντρική τράπεζα δεδομένων για τα διαβατήρια που εκδίδονται στην Ευρωπαϊκή Ενωση προκειμένου να αποφευχθεί κάθε χρήση των στοιχείων αυτών για άλλους σκοπούς από τους αρχικούς.

Ενας ευρωπαίος συντονιστής

Η πιο άμεση αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ενωσης μετά τις βομβιστικές επιθέσεις στον σιδηροδρομικό σταθμό της Μαδρίτης ήταν, κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 25ης και 26ης Μαρτίου του 2004, η δημιουργία μιας θέσης ευρωπαίου συντονιστή για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Την ανέλαβε ο πρώην Υφυπουργός Εσωτερικών της Ολλανδίας κ. Ντε Βρίς. Η δημόσια ακρόαση που οργάνωσε στις 21 Σεπτεμβρίου 2004 η Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έδωσε στους βουλευτές την ευκαιρία να συζητήσουν με τον κ. Ντε Βρίς μία σειρά από προβλήματα και κυρίως τις ανησυχίες που δημιουργούν τα κενά που υπάρχουν στην αστυνομική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και τα προβλήματα που δημιουργεί ο συντονισμός 25 διαφορετικών αστυνομικών υπηρεσιών. Ο κ. Ντε Βρίς, που συμμερίστηκε την ανησυχία των βουλευτών, τόνισε εντούτοις ότι οι αρμοδιότητες της ΕΕ είναι περιορισμένες και ότι δεν μπορεί παρά να ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να συντονίσουν τη δράση τους σε διασυνοριακή βάση.

Το επόμενο βήμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι η οργάνωση, στις 17 Μαρτίου 2005, μιας νέας δημόσιας ακρόασης υπό τον τίτλο “Τα τρομοκρατικά εγκλήματα πρέπει να εντάσσονται στην αρμοδιότητα του Διεθνούς Δικαστηρίου;”. Θα συμμετάσχουν ειδικοί πανευρωπαϊκού επιπέδου όπως η κ. Ελίζαμπεθ Όντιο, Αντιπρόεδρος του Διεθνούς Δικαστηρίου και ο Γενικός Εισαγγελέας του Ισπανικού Ποινικού Δικαστηρίου κ. Εντουάρντο Φουνγκαϊρίνο.

Στην ολομέλεια του Μαϊου οι ευρωβουλευτές πρόκειται να υιοθετήσουν ένα ιδιαίτερα σύνθετο πακέτο 4 εκθέσεων για την τρομοκρατία καθώς και μία γενική σύσταση προς το Συμβούλιο. Ολα αυτά πριν από τη Σύνοδο Κορυφής του Ιουνίου κατά τη διάρκεια της οποίας το Συμβούλιο θα προβεί στην αναθεώρηση του “ευρωπαϊκού σχέδιου δράσης κατά της τρομοκρατίας”. Οι εκθέσεις αυτές θα έχουν ως άξονα τα αντιτρομοκρατικά μέτρα, την ενίσχυση των θυμάτων, την απόφαση να ανακηρυχθεί το Διεθνές Δικαστήριο ως αρμόδιο για τα τρομοκρατικά εγκλήματα και την παρεμπόδιση της χρηματοδότησης των τρομοκρατικών ενεργειών.


Πηγή: ΜΠΕ

Διαφήμιση