Κάτσε, μου λένε, και γράψε για το ΚΔΑΠΜΕΑ. Μια για δυο φόρες τα ‘χω γράψει, και στα Δημοτικά Συμβούλια τα ‘χω πει και γραφική έχω γίνει από τότε που τελείωσε το παιδί μου με τα υποχρεωτικά – Ειδικό Δημοτικό και ΕΕΕΕΚ – και πήρα την απόφαση ζωής να συνεχίσουμε στον Κοφινά.
Εγώ το σχολείο αυτό το πονάω, γιατί έζησα τα σκαμπανεβάσματά του, έστω κι από μακριά, και ξέρω τα σαράντα κύματα που περάσανε γονείς και εργαζόμενοι μέχρι να γίνει η δομή που είναι σήμερα. Δύσκολες εποχές, εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε και κάτι άλλο για να βγαίνουν τα παιδιά με διαφορετικές ικανότητες από το σπίτι τους, να παίρνουν και μια ανάσα οι γονείς και μεγάλο κουράγιο που με ψίχουλα το έφεραν, μέσω της ΕΝΑ, στο Δήμο Χίου κι είπανε πως τελειώσανε τα βάσανα.
Αμ, δε… Στην αρχή ήταν το μπάτζετ μικρό, άντε με τα προγράμματα του ΕΣΠΑ και το μεγαλώσανε, άρχισαν να πληρώνονται κι οι εργαζόμενοι που έκαναν και μήνες εννιά να δουν το χρώμα του χρήματος.
Μετά το κτίριο άρχισε να μπάζει νερά και ποντίκια, των παθών τους τον τάραχο περάσανε τα παιδιά, με πήγαιν’ έλα από δω κι από κει σε υπόγεια και ισόγεια κατά περίσταση, είναι και κάποια που έχουν θεματάκια με τις μετακομίσεις, αλλά κάναμε όλοι υπομονή, ο σκοπός ήταν ιερός, μέχρι που επισκευάστηκε το κτίριο κι έγινε του κουτιού.
Ύστερα έκαψε λάδια το σχολικό, άλλος Γολγοθάς, μας φάγανε οι δρόμοι μέχρι που ήρθε μετά Βαΐων και κλάδων πέρσι το καινούριο. Φέτος προκύψανε λειψοί εργαζόμενοι –εμ, πάνε κι αυτοί οι ευλογημένοι και συνταξιοδοτούνται, μετατίθενται, παραιτούνται – και φταίει λέει ο ΑΣΕΠ που δεν τους αντικαθιστούν.
Αλήθεια, ψέματα, ποιος ξέρει. Κάποιος πάντως πρέπει να φταίξει, από τους όξ’ από δω και τους παραπάνω ασφαλώς.
Γιατί οι εδώ, οι νυν, οι προηγούμενοι κι οι προ-προηγούμενοι δε φταίνε, ευθύνη δεν έχουν, που ξέρουν εδώ και χρόνια πως οι εργαζόμενοι είναι λειψοί – αναφορές των εργαζομένων συνέχεια γίνονται – αλλά είναι που την ψιλοτσουλάνε με τη λύση για όλα τα προβλήματα.
Ποια είναι αυτή; Ολιγόμηνοι συμβασιούχοι και ολιγοήμερες μεταφορές υπαλλήλων από άλλα πλαίσια στο ΚΔΑΠΜΕΑ κι επειδή οι χρονιές δε φτουράνε ολόκληρες, στην ανυδριά το πάμε μια βδομάδα οι Βόρειοι και μια οι Νότιοι, μην πέφτουνε όλοι μαζί οι τρόφιμοι και γίνεται πανικός.
Το ότι κάποια παιδιά κλαίνε και χτυπιούνται που χαλάει η ρουτίνα τους ουδείς πολυσκοτίζεται, σάμπως αυτοί τα ακούνε…
Το ότι κάποιοι γονείς δεν μπορούν να εργαστούν, ούτε γι’ αυτό σκάνε.
Το ότι οι εργαζόμενοι φουντώνουν και ξεφουντώνουν, λεπτομέρειες.
Το ότι χάνονται βδομάδες και βδομάδες φοίτησης ουδόλως τους απασχολεί αφού κάθε μήνα τα τεφτέρια πάνε κι έρχονται υπογεγραμμένα από τους γονείς ότι το πρόγραμμα τρέχει κανονικά και με το νόμο. Μην πείτε κουβέντα, άμα χαθεί το πρόγραμμα χαθήκαμε. Το ότι τσεπώνει ο δήμος κανονικά τα πέντε χιλιάρικα το κεφάλι από τον ΕΣΠΑ, αυτό είναι έξτρα μπόνους, από μας γι’ αυτούς.
Τι σκας, μου λένε, και δεν πας αλλού. Γιατί έχει κι αλλού κέντρα ημερήσιας διαβίωσης, όχι δημόσια, σύλλογοι ΑΜΕΑ τα έχουν. Βρε, εγώ να πάω αλλού, αλλά έλα που κανείς δεν έρχεται μέχρι Λαγκάδα να μου παίρνει το παιδί κι εγώ δεν αντέχω πια τα δις την ημέρα απάνω κάτω. Άσε που οι θέσεις κι εκεί μετρημένες είναι. Κάποιοι θα μείνουν πίσω να παραδέρνουν. Να βολευτώ εγώ κι οι άλλοι ας κόψουν το κεφάλι τους, δε μου το πάει η καρδιά.
Κι από την άλλη έχω ένα κόλλημα με τα δημόσια, πώς να το κάνουμε. Τα δημοτικά τέλη τα πληρώνουμε, στις εισφορές μας είμαστε κύριοι, το χρήμα πέφτει ζεστό από την ΕΕ, γιατί να πηγαίνει στράφι και να το χαίρονται άλλοι… και αλλού.
Εν πάση περιπτώσει, το θέμα είναι ότι τα στραπάτσα που μας βρίσκουν ούτε τυχαία είναι ούτε μας έρχονται από τη μια στιγμή στην άλλη. Η κακή μέρα, σαν και την καλή, από το πρωί φαίνεται αλλά βούληση δεν υπάρχει να τη βγάλουμε καθαρή.
Γιατί αν υπήρχε, οι δημοτικές αρχές θα είχαν πάρει σοβαρά την αντικατάσταση της υφάντριας, που θα ’ναι και μια πενταετία που έχει συνταξιοδοτηθεί, της ψυχολόγου που έφυγε πριν δυο χρόνια, θα είχαν προκηρυχτεί και οι δυο τρεις άλλες θέσεις που προβλέπονται για να έχουμε μια καβάντζα, γιατί άνθρωποι είμαστε, σήμερα είμαστε εδώ κι αύριο εκεί – να, μάνι μάνι, μας έφυγε τώρα κι η γυμνάστρια.
Αλλά ως φαίνεται, φοβούνται να χρεώσουν το κράτος ακόμα και με τα προβλεπόμενα, μην πέσουν έξω τα καράβια του ή έχουν άλλες σκοτούρες, πιο πιασάρικες.
Και ως να τους μείνει αμανάτι ένα καινούριο κτίριο με ένα υπέροχο κηπαρίκι ένα ολοκαίνουριο λεωφορειάκι χωρίς πελατεία, καρφάκι δε τους πολυκαίγεται, τόπο θα πιάσουν, από ανάγκες άλλο τίποτα.
Ο φορολογούμενος πολίτης να ναι καλά, που δεν ξέρει – και δε ρωτάει κιόλας – πού πάνε τα λεφτά του κι όλοι εκείνοι που το βράδυ βάζουν το κεφάλι τους στο μαξιλάρι ήσυχοι που ε, ό,τι μπορούνε κάνουνε κι οι έννοιες… μακριά από το σπίτι τους κι όπου θέν’ ας είναι.
Α, και μην ακούω για καλές προθέσεις. Αυτοί που τις έχουν να έρθουν να εξηγήσουν στο παιδί μου, που η πρώτη του κουβέντα με το που ξυπνάει είναι «πάμε κολείο» και φυλάει καραούλι ώρες στο παράθυρο μονολογώντας «θα ‘τει ο Μάκος», γιατί κάθεται τόσες μέρες στο σπίτι και να μου στείλει κι εμένα μια κούτα ντεπόν γιατί έχει γίνει το κεφάλι μου καζάνι από την κλεισούρα και το μουρμουρ. Λεξοτανίλ δεν θέλω, ακόμα λέω πως αντέχω, παρόλο που περνάνε όλα σαν οδοστρωτήρας από πάνω μας.
Υ.Γ. Από αύριο κανονικά πάλι ο Κοφινάς, με κάτι ψιλομετακινήσεις προσωπικού από άλλες δομές, να καταλαγιάσει λίγο το πράμα, να περάσει κι η μέρα των ΑμΕΑ κι από τον άλλο μήνα τα ξαναλέμε. Με τα γνωστά… βδομάδα παρά βδομάδα.
ΜΑΤΡΩΝΑ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗ – ΠΟΥΛΙΑΝΟΥ