Σικάγο δεν ήμασταν αλλά γίναμε εκείνη την Πρωτομαγιά. Χάρη στις φιλότιμες προσπάθειες δυο ζευγών πεφωτισμένων δημοδιδασκάλων, που θέλησαν να γραφτούν στην ιστορία ως πρωτεργάτες στην ειρήνευση των δυο όμορων χωριών. Και βρήκαν τη μέρα να χαραμίσουν.Με προγραμματισμένη συνεύρεση των μαθητών των δυο σχολείων στην γκρίζα ζώνη. Το υδραγωγείο.
Οι πεφωτισμένοι
της Ματρώνας Αποστολίδη
Η συμμετοχή υποχρεωτική. Οι νουθεσίες βροχή, μέρες πριν. Με ύφος εναλλάξ. Πότε παρακλητικό, πότε απειλητικό. Βραχυπρόθεσμος στόχος η αποφυγή παρατράγουδων. Μακροπρόθεσμος, η σύναψη φιλικών δεσμών. Μόνο που το θέμα της διχόνοιας είχε αναχθεί πλέον σε γονιδιακό. Στους άρρενες απογόνους. Το χάσμα ήταν τόσο βαθύ όσο βάθος είχαν και τα έτη που ξεκινούσαν οι πρώτες καταγραφές του. Η αιτία του ξεχασμένη, οι αφορμές πλείστες.
Τουτέστιν, δεν ήταν στα σχέδια ημών, των παράλιων, να περάσουμε μια ολόκληρη μέρα, και δη σχολική αργία, δίπλα δίπλαμε τους βουνίσιους, αφού και μαζί δεν κάναμε και χώρια κάλλιστα μπορούσαμε. Αλλά ο λόγος των δασκάλων ήταν νόμος και περιθώριο διαφυγής δεν υπήρχε. Ούτε καν αμφισβήτησης.
Πιοβαρέως το ’φερε ο Δημητρός της έκτης, ο πιο σκληροπυρηνικός και αναμικιόρης από όλους μας. Γιατί θα ’ρχόταν μούρη με μούρη με αυτόν τον αγροίκο, τον άξεστο, τον Κωνσταντή του Μπούρμπουλα, που δεν έχανε ευκαιρία να τον τσιγκλήσει, όπου τον έβρισκε βολικά. Η τελευταία τους διαμάχη φρεσκότατη. Ο Κωνσταντής κατηγόρησε το Δημητρό ότι πρωτοστάτησε στη δολιοφθορά της πινακίδας εισόδου του χωριού τους, αλλάζοντας το πρώτο λου στο ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ με κου. Ως αντίποινα,συνέθεσε ένα χονδροειδέστατο ανέκδοτο για τη νοημοσύνημας, ότι δήθεν είχε πιάσει πάτο λόγω του χαμηλού υψόμετρου τουδικού μας χωριού, το οποίο φρόντισε να κυκλοφορήσει ευρέως και στα περίχωρα.
Θες λοιπόν από τις προοπτικές, θες από τον ανήφορο, η πορεία μας προς το υδραγωγείο θύμιζε περισσότερο επικήδεια συνοδεία. Σχεδόν ταυτόχρονα φτάσαμε στη μέση του πουθενάμε τους ορκισμένους εχθρούς μας.Οι πεφωτισμένοι, εμφανώς χαρούμενοι για τη συνάντηση, κάθισαν στη σκιά του ενός και μοναδικού δέντρου της περιοχής, του θεόρατου γέρικου πεύκου κι άπλωσαν τα καλούδια τους στα τσιμεντένια πεζούλια του μικρού κτίσματος. Τα πιο μικρά αγόρια, αγνά ακόμα και απονήρευτα,ξεχύθηκαν στα γύρω κατσάβραχα προς αναζήτηση δειγμάτων του ζωικού βασιλείου από τις κατηγορίες των εντόμων και των ερπετών. Οι νεαρές κορασίδες αφοσιώθηκαν στην περισυλλογή αγριολούλουδων για το μαγιάτικο στεφάνι, μιας καιπετούσαν τη σκούφια τους για τέτοιες ενασχολήσεις. Εμείς οι μεγαλύτεροι, πιστοί στο ποδόσφαιρο, απλωθήκαμε στη μεγάλη αλάνα, οι μεν προς βορρά και οι δε προς νότο αφήνοντας σιωπηλά ενδιαμέσως μια πράσινη γραμμή διά παν ενδεχόμενο.
Όλα κυλούσαν ρολόι. Το πρώτο μισάωρο.Στα δικά μας και τα δικά τους. Ώσπου μια μπάλα δική τους ξέφυγε, πέρασε τα όρια και ένα «πέτα την, μωρέ» του Κωνσταντή λαμπάδιασε το αίμα του Δημητρό. Η προσταγή θεωρήθηκε προσβολή, η προσφώνηση υποτίμηση, μια κουβέντα πήγε, πιο εμπλουτισμένη γύρισε, οι δυο έγιναν τρεις στον εναγκαλισμό και σε κλάσματα δευτερολέπτου εκατό δεκατρείς. Η ισχύς εν τη ενώσει. Ούτε ξέραμε ποιον γρονθοκοπούσαμε, ποιον έβρισκαν οι πέτρες που πετούσαμε, τίνος το αίμα ήταν στα ρούχα μας. Για το δίκιο του χωριάτη. Και το αίμα των προγόνων μας.
Πόσα κεφάλια άνοιξαν εκείνη τη μέρα ποτέ δε μάθαμε. Μήτε στάθηκε δυνατό να καταγράψουμε μελανιές και γδαρσίματα. Τα μόνα που γράφτηκαν ήταν τα ονόματά μας. Στο ποινολόγιο.
(Τα κείμενα είναι γραμμένα στα πλαίσια του Λογοτεχνικού Εργαστηρίου του Ομήρειου Πνευματικού Κέντρου Δήμου Χίου, με εμψυχωτή τον Γιάννη Μακριδάκη και δημοσιεύονται με τη σύμφωνη γνώμη των δημιουργών τους.)