Τότε που ο ΟΣΕ είχε ακόμα λεωφορεία, οπότε αν δεν έβρισκα με το τρένο, έπαιρνα το λεωφορείο. Συνήθως βέβαια έβρισκα με το τρένο, ο θείος μου ο Τάκης, μηχανοδηγός, μου κρατούσε πάντα μια θέση. Έπειτα ήρθε το intercity και όλα έγιναν πιο γρήγορα και πιο καινούργια, τότε.
Συχνά με πήγαινε ο πατέρας στον σταθμό, με το κόκκινο Όπελ το Καντέτ που είχαμε, και πριν ανέβω, μου έδινε μια σοκολάτα, μια φορά είχε ανεβεί στο βαγόνι να μου την δώσει και όλοι τους μου είπαν σ αγαπάει πολύ ο πατέρας ε;
Έπειτα από την Πάτρα έπαιρνα το τρένο να πάω στον Πύργο και από εκεί το τρενάκι για Ολυμπία να φτάσω στο Κατάκολο, να κατέβω στις Μουριές να πάρω το δρόμο για τ’ Αρνί, να του ευχηθώ χρόνια πολλά, σαν σήμερα που θα του ευχόμουν αν μπορούσα.
Δεν παραδίδεται. Δεν ξεχνά. Επιστρέφει πάντα. Έχει τους δρόμους του. Ξέρει.