Τον χειμώνα τα όρη κοιμούνται. Ρίχνουν, πάνω στις «κατάμαυρες από τα γερατειά πλάτες τους [1]» κουβέρτες από απαστράπτων χιόνι και παπλώματα από νέφη τεφρά. Στα όνειρά τους σφυρίζει ο «δολερός άνεμος, η μανιασμένη καταιγίδα, η άγρια αστραπή ο λαίλαπας που ατίθασος ξετυλίγει πάνω στις κορφές τους, την από αέρα και βροχή γιγάντια χαίτη του [2]».
Πλησιάζαμε πλέον τους πρόποδες του βουνού Πελινναίο, την στέγη της Χίου, με τους συντρόφους από το Chios Hiking, όμως λίγο παραπάνω, από εκεί που τελείωνε το όριο των πεύκων, που πρασίνιζαν σκούρα και θαμπά στο αμφίβολο φως του χειμωνιάτικου πρωινού, το βουνό ήταν βυθισμένο σε σταχτιά και μελανά σύννεφα.
Το πελίννον όρος, υπό την σκέπη του προστάτη του Δία, καθηύδε άφαντο, ύπνο βαθύ.
Αφήνοντας το αυτοκίνητο στο παγωμένο χιόνι και ετοιμαζόμενοι για την πορεία άρχισαν, αυτόματα λες, οι υπολογισμοί. Δύο βαθμοί η θερμοκρασία εδώ, κάθε χίλια μέτρα πτώση της θερμοκρασίας κατά δέκα βαθμούς. Στην κορυφή, σίγουρα δέκα βαθμοί κάτω από το μηδέν και αέρηδες ανεμπόδιστοι και κυρίαρχοι κατευθείαν από το μουντό πέλαγος, τουλάχιστον οκτώ η και εννέα μποφόρ. Και η πορεία μας όπως την σχεδίασε ο Γ; Τουλάχιστον πέντε με έξη ώρες μαζί με λίγες στιγμές ανάπαυλας. Η δυναστεία των αριθμών. Η κορυφή σίγουρα δεν θα ήταν περίπατος, έστω κι αν βρισκόμαστε σε ένα μικρό νησί, σε μια ανατολική γωνιά του συνήθως ήπιου και φωταυγούς Αιγαίου. Ήταν οι σκέψεις αυτές μάλλον που χαλιναγωγούσαν έναν ανεκδήλωτο ενθουσιασμό, αφού οι πρώτες εικόνες ενός λεπταίσθητα χιονισμένου δάσους, σαν κέντημα, με τα πεύκα τυλιγμένα σε μια αργυρόχρωμη αχλή, ήταν ονειρική.
Και μετά, ψηλότερα, οι σκληροτράχηλοι, ασκητικοί, αγκαθεροί κώνοι των θάμνων, λίγο παραπάνω από το ύψος μας, καλόγεροι τυλιγμένοι στις λευκές μπέρτες τους, βουβοί και σκυθρωποί παρακολουθούσαν συλλογισμένοι την πορεία μας μέσα από μικρές στοές επάνω στον λευκό τάπητα.
Το ξωκλήσι της Αγίας Ελένης, ένας μικρός πέτρινος τύμβος χαμένος μέσα στην αγκάλη του βουνού. Ανάβουμε κεριά με την ελπίδα της σύναξης έστω και λίγων ρανίδων θάλπους. Μένουμε διψασμένοι.
Έξω, και πάλι το παγωμένο χνότο του χιονιά που δίνει το σχήμα του στα κλαδιά, που σχεδόν τα ακούμε να κουδουνίζουν από το μέταλλο του κρύου. Σε ένα μικρό σταμάτημα για μια γουλιά τσάι, που πάγωσε και κείνο στο σακίδιο, το βογκητό του αέρα απειλητικό ψηλά στην απέναντι πλαγιά. Εκεί πάμε μου δείχνει ο Γ. κι εγώ κουνώ το κεφάλι. Ξέρω ότι είναι η βάση του κώνου της κορυφής και πως εκεί βρίσκεται η είσοδος του κάστρου της επικράτειας του ίδιου του άρχοντα χειμώνα.
Στην τελική ανάβαση τα κεφάλια κάτω, ταπεινά, τα μάτια κοιτούν μόνο τις μύτες από τα παπούτσια που χώνονται στο χιόνι. Να φτάσω, σκέφτομαι μόνο, να φτάσω. Τα σώματα ελαφρά γερμένα έτοιμα να γονατίσουν. Βαθιά αναπνοή και ένα ακόμη βήμα. Σηκώνω το κεφάλι μα δεν φαίνεται τίποτα για παρηγοριά. Όλα πλέουν σε μια πηχτή, πένθιμη, παγωμένη, λευκόγκριζη απόχρωση. Στην ράχη ξεσπά ουρλιάζοντας αρχαίος και φρικτός ο παγωμένος Βορέας που μας επιβάλλει να προσκυνήσουμε. Ο Κ. με κοιτά «είναι δύσκολα» ψελλίζει. Συμφωνώ με ένα νεύμα και συνεχίζω. Στην κορυφή μια ανακούφιση.
Τρυπώνουμε κυνηγημένοι από τον λυσσώδη άνεμο στο μεταλλικό ξωκλήσι δεμένο με αλυσίδες στο βράχο. Ανάβουμε μεταχειρισμένα κεριά μήπως και ζεσταθούμε. Στην έξοδο τα σβήνουμε και επικρατεί σκοτάδι. Ετοιμαζόμαστε προσεκτικά για την αποχώρηση.
Τον χειμώνα τα όρη κοιμούνται σκέφτομαι πάλι και αρχίζουμε την κατάβαση.
[1] Βίκτορ Ουγκώ «Ο Θεός»
[2] Βίκτορ Ουγκώ «Ο Θεός»