Αρχική Απόψεις Συνεντεύξεις Βασίλης Αργυριάδης: κριτική για τη “δεξιά τσέπη του ράσου”

Βασίλης Αργυριάδης: κριτική για τη “δεξιά τσέπη του ράσου”

36

 του Βασίλη Αργυριάδη,
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: ιστοκόμβο
ς “ψηφίδες” (psifides.wordpress.com)  

 



Γιάννης Μακριδάκης:  Η δεξιά τσέπη του ράσου εκδ. Εστία, 2009, 244 σελ.
  

Ο Γιάννης Μακριδάκης είναι μια «αλλόκοτη» περίπτωση για την εποχή μας: Το 1997, στα είκοσι έξι του χρόνια, και αφού έχει σπουδάσει Μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο, εγκαθίσταται στη γενέτειρά του, τη Χίο, και ιδρύει το Κέντρο Χιακών Μελετών, που αφιερώνεται στην έρευνα, αρχειοθέτηση, μελέτη και διάδοση των τεκμηρίων της Χίου, με την οργάνωση ερευνητικών και εκπαιδευτικών προγραμμάτων, την επιμέλεια εκδόσεων και την έκδοση τριμηνιαίου περιοδικού. Παράλληλα, ο ίδιος, συνεπής προς τους σκοπούς του Κέντρου, συγγράφει ανάλογα ερευνητικά βιβλία («Συρματένιοι, ξεσυρματένιοι, όλοι. Χιώτες πρόσφυγες και στρατιώτες στη Μέση Ανατολή: Μαρτυρίες 1941 – 1946» και «10.516 μέρες: Ιστορία της νεοελληνικής Χίου 1912 -1940»)…
   Όλα αυτά μοιάζουν αταίριαστα με τη lifestyle εποχή μας και με τον τόπο μας, που ζυγιάζει το καθετί με τηλεοπτικούς όρους, και όπου σπανίζουν οι άνθρωποι εκείνοι που σαν «μυρμήγκια σκάβουν στου κόσμου το ρήμαγμα…», όπως λέει κι ένα τραγούδι. Με άλλα λόγια, ο τύπος του Έλληνα που θα δώσει σημασία στη ρίζα του, χωρίς να τη νιώσει «αναχρονιστική», ο Έλληνας που θα αφοσιωθεί με συνέπεια, υπευθυνότητα, μεράκι, ήθος και επιμονή στη γωνιά του έργου του (όποιο κι αν είναι αυτό), παίρνοντας στα σοβαρά τη δουλειά του (και όχι το εγώ του), αποτελεί είδος υπό εξαφάνιση. Ευτυχώς, φαίνεται πως ο Γ.Μ. ενισχύει με την παρουσία του το είδος, αναβάλλοντας για λίγο ακόμα την εξαφάνιση…



   Πριν από λίγο καιρό εκδόθηκε το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο του με τίτλο «Αναμισης ντενεκές», (εκδ. Εστία). Δεν το διάβασα ακόμα, αλλά θα σπεύσω… Πολύ πρόσφατα όμως, διάβασα το δεύτερο βιβλίο του. Πρόκειται για μια υπέροχη νουβέλα με τίτλο «Η δεξιά τσέπη του ράσου» (εκδ. Εστία). Γι’ αυτό το δεύτερο θα επιχειρήσω κάποια σχόλια. Η γλώσσα του βιβλίου αρχικά ξαφνιάζει. Φαίνεται επιτηδευμένη και η πρώτη αίσθηση του αναγνώστη είναι ότι έχει μπροστά του μια λαϊκότροπη γλωσσική απομίμηση, που, όπως σχεδόν πάντοτε, θα αποδειχθεί κακότεχνη. Όμως, προχωρώντας την ανάγνωση, διαπιστώνει κανείς ότι ο συγγραφέας δεν “τσαλαβουτάει” άτσαλα στο ιδίωμα που επιλέγει, αλλά είναι πολύ καλά βαπτισμένος μέσα του και το χειρίζεται με μαστοριά, χτίζοντας ένα αβίαστο προσωπικό ύφος – πράγμα ιδιαίτερα σημαντικό για όποιον γράφει. Το έργο είναι μια απλή ιστορία που λαμβάνει χώρα σε κάποιο νησιώτικο μοναστηράκι, απορφανισμένο από τη μοναστική συνοδεία που το κατοικούσε λίγα χρόνια πριν. Μοναδικός εναπομείνας ένοικος, ο τελευταίος της συνοδείας, που, έχοντας έρθει στο μοναστήρι στα δέκα επτά του χρόνια, διανύει τώρα την τέταρτη δεκαετία της ζωής του. Οι αναμνήσεις, η προσευχή, η απλότητα του καθημέραν βίου και το βάρος της μοναξιάς του αποτελούν τα πέταλα της ζωής του. Η νουβέλα αφηγείται τις μέρες του μοναχού Βικέντιου κατά το χρονικό διάστημα από την κοίμηση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστοδούλου έως την ανάρρηση στον αρχιεπισκοπικό θώκο του νυν κατόχου του Ιερωνύμου. Κι όσο τα γεγονότα στο κέντρο της Εκκλησίας τρέχουν, τόσο πληθαίνουν και τα ραγίσματα στο κέντρο της καρδιάς του μοναχού – όχι εξαιτίας του Αρχιεπισκοπικού πένθους και των επισκοπικών εκλογών, αλλά εξαιτίας του μόνου πλάσματος που παράστεκε τον μονήρη βίο του: της σκυλίτσας του της Σίσσυς που πεθαίνει, λεχώνα, την ημέρα της κοίμησης του Αρχιεπισκόπου, αφήνοντας στον Βικέντιο τρία μικρά σκυλάκια… Μέσα από το τρανζίστορ πού ‘χει στο κελί του ο Βικέντιος, φτάνουν οι απόηχοι του ελλαδικού επισκοπάτου, που βυσσοδομεί για το ποιος θα θρονιαστεί στον αθηναϊκό αρχιερατικό θώκο. Στην άλλη γωνιά του κελιού, σ’ ένα καφασάκι ντυμένο με μπατανία, λυσσομανά η ζωή και ο θάνατος για το ποιος θα πρωτοκαταπιεί τους τρεις διαδόχους της Σίσσυς… Με το «Η δεξιά τσέπη του ράσου», ο Γ.Μ. μάς κλείνει το μάτι από τον τίτλο κιόλας του έργου του. Με αφήγηση στρωτή και με πλοκή απλή, σκιαγραφούνται μπροστά μας ποικίλα δίπολα: το ιδιωτικό και το δημόσιο, το σύγχρονο και το παρωχημένο, η εσωτερικότης και η εξωστρέφεια, το συμβολικό και το πραγματικό, η εσχατιά και το κέντρο, το ουσιώδες και το ανούσιο. Κι εντός αυτών των πεδίων αναδεύονται ποικίλες άλλες οριοθετήσεις: η φτήνια και ο θησαυρός? η ζωή εκεί που μυρίζει θανατίλα και ο θάνατος εκεί που τα πράγματα καμώνονται πως ζουν? η ευτέλεια «μεσ’ στην πολλή συνάφεια του κόσμου» και η αξιοπρέπεια καταμεσής της μοναξιάς? τα ξεροτόπια των σύγχρονων κοσμικών κέντρων και τα περιβόλια του μέσα μας κόσμου? το μοντέρνο κατ’ όνομα και το αληθινά σύγχρονο? ο αναστοχασμός του χρόνου και το κύλισμά του. Κι όλα αυτά χωρίς οξύνσεις και τραχύτητες. Ο συγγραφέας δεν ηθικολογεί, δεν στιγματίζει, δεν σχολιάζει – μας αφήνει ελεύθερους να γεννήσουμε δικό μας αίσθημα, μεταδίδοντας μας απλώς, μέσα από έναν πολυεπίπεδο συμβολισμό κι έναν ανεπαίσθητο ίσως σαρκασμό, τους δικούς του παλμούς. Ταυτόχρονα, η αφήγηση του Γ.Μ. παρουσιάζει θαυμαστή ισορροπία: σπαρακτική τρυφερότητα, χωρίς γλυκερότητα? ευαισθησία, χωρίς επιτήδευση? ηθοπλασία χωρίς διδακτισμό? απλότητα χωρίς απλοϊκότητα? αδιόρατο (αλλά υπαρκτό) στοχασμό πάνω στα καίρια της ύπαρξης, χωρίς εύκολες θυμοσοφίες. Τα λέει όλα χωρίς να χρειαστεί να αρθρώσει λέξη! Σε πρώτο πλάνο υπάρχει μια απλή ιστορία και τίποτα άλλο. Στο φόντο από πίσω υπάρχουν τα πάντα – όλα εκείνα που κάνουν μια σύγχρονη ευαισθησία να ριγεί.
   Κλείνοντας, θα ήθελα απλά να σημειώσω ότι ο ταλαντούχος άνθρωπος που έκανε στη ζωή του τις επιλογές που ανέφερα στην αρχή, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι κατόρθωσε να γράψει αυτό το βιβλίο (και πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι!). Δεν γνωρίζω προσωπικά τον συγγραφέα, αλλά το βιβλίο που έγραψε στέκει ως μαρτυρία για ένα συγκεκριμένο είδος ανθρώπου (έστω και υπό εξαφάνιση), που μόνο τέτοια βιβλία ξέρει να γράφει… Μα οι άνθρωποι δεν είμαστε άτρεπτοι, κι έτσι ο κίνδυνος να νοθευτεί και ο συγγραφέας μας από την αίγλη της επιτυχίας του θα είναι πάντα ορατός. Ας ευχηθούμε το μοναστηράκι της γραφίδας του να παραμείνει μακριά από τις διάφορες «Αρχιεπισκοπές», ώστε να μπορέσουμε και στο μέλλον να αξιωθούμε και άλλα έργα των χειρών του…
Βασίλης Αργυριάδης.

Διαφήμιση