Η ΙΣΤΟΡΙΑ που ακολουθεί θα μπορούσε να ήταν και παραμύθι, αν δεν ήταν πραγματικότητα. Λίγο πριν αλλάξει ο νέος χρόνος κάποιοι στο εγκαταλειμμένο χωριό του Αη Γιάννη στην Αμανή αποφάσισαν να ανοίξουν δρόμο ρίχοντας το δρυ, στολίδι του χωριού.
Το παραπάνω γεγονός καταγγέλει ο Γιάννης Μακριδάκης, Διευθυντής Κέντρου Χιακών Μελετών Πελινναίο.
«Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια Δρυάδα.
Μια από κείνες τις καλές νεράϊδες που ζουν μες στα δέντρα και παν οι άνθρωποι και τους χτυπούν τον κορμό σαν έχουν φόβους και αυτές βγαίνουν και τους γιάνουν. Μια από κείνες που ’χουν αφήσει παράδοση άμα οι άνθρωποι βάζουν κακές σκέψεις ή λέξεις στο μυαλό ή στο στόμα τους, μετά να χτυπούν ξύλο για να ορκίσει η νεράϊδα το κακό.
Αυτή η Δρυάδα λοιπόν, κυνηγημένη από τη σύγχρονη ζωή και αλόγιστη ανάπτυξη πολλά χρόνια πριν, βρέθηκε να πλανιέται στην Αμανή, ψάχνοντας ένα όμορφο και ήσυχο δέντρο για να ξαναφτιάξει το σπίτις της και να φυλάει τους γείτονες ανθρώπους που θα χτυπούσαν ξύλο στον κορμό του.
βηκε και κατέβηκε βουνά και στο τέλος φώλιασε σ΄έναν όμορφο νεαρό δρυ, που στόλιζε το μικρό χωριό Άγιο Γιάννη, κάπου σε μια πλαγιά της Αμανής, ξεχασμένη από το Θεό. Λίγα σπιτάκια είχε το χωριό, λιγοστοί κι οι άνθρωποι, τα φέρναν βόλτα δύσκολα σπέρνοντας τις άγονες πλαγιές και δεν είχαν πολύ χρόνο να σκεφτούν, μα όταν σκέφτονταν κάτι κακό χτύπαγαν τον κορμό του δρυ τους και το ξόρκιζε η καλή νεράϊδα.
Τα χρόνια πέρναγαν, η δύσκολη ζωή έδιωχνε τους νέους από τον Άγιο Γιάννη, οι γέροι πέθαναν και το μικρό χωριό της Αμανής ερήμωσε. Έμεινε η Δρυάδα μοναχή μες τον κορμό του μεγάλου πια και σκιερού δρυ να φυλάει τα ερείπια. Που και που φαινόταν κανένας επισκέπτης που γοητευμένος από την ομορφιά του έρημου χωριού και του τόπου ξαπόσταινε κάτω απ΄τα κλαδιά του δρυ αγναντεύοντας το πέλαγος και κράταγε χωρίς να το γνωρίζει συντροφιά στη μοναχική νεράϊδα. Μα έφευγε κι αυτός γρήγορα κι η μοναξιά της επέστρεφε πιο αβάσταχτη.
Τα χρόνια πέρναγαν, δρόμοι ανοίχτηκαν στις βουνοπλαγιές, οι επισκέπτες έγιναν περισσότεροι, μα αυξήθηκαν και τα δεινά της μικρής νεράϊδας, που όμως με τίποτα δεν άφηνε τον αγαπημένο της δρυ και τα όμορφια ερείπια για να βρει αλλού σπιτικό. Η φωτιά πέρασε τρεις φορές από τον έρημο τόπο. Κατέκαψε το δρυ, τσουρούφλισε τα φύλλα του, τον κοκκίνησε, τον ξέρανε. Η καλή νεράϊδα δεν το βαζε κάτω. Τον γήτευε γρήγορα και μετά από κάθε φωτιά, τον άλλο χειμώνα, ο δρυς ξαναζωντάνευε.
Μια μέρα ήρθαν κάποιοι και μέτραγαν, έφεραν ξύλα, κάρφωναν, δούλευαν πολύ καιρό και η καλή νεράϊδα νόμισε ότι κάποιος επιτέλους θα φτιάξει ένα σπιτάκι για να μείνει, να της κρατά συντρφιά. Μα οι τεχνίτες δεν έφτιαξαν σπίτια, μόνο παγκάκια και πινακίδες. Της κάρφωσαν και μια μπροστά από το σπίτι της που έγραφε «Δρυς». Και μια μεγάλη παραπέρα που ’γραφε κάτι για πολιτισιτκές και φυσικές διαδρομές και τέτοια.
Τότε η καλή νεράϊδα το πήρε απόφαση. Το χωριό της ήτανε πλέον νεκρό για πάντα. Αυτό που δεν ήθελε να πιστέψει για πενήντα χρόνια άρχισε να το νοιώθει σκληρή πραγματικότητα.
Εκανε να φύγει γι’ αλλού μα έμεινε. Πού να αφήσει μόνο του τον αγαπημένο της δρυ; Δεν είναι εκείνη άνθρωπος να σηκώνεται να φεύγει και να μην ξαναπατάει στα μέρη που αγάπησε, που δάκρυσε, που ερωτεύτηκε, που ένιωσε τη ζωή. Ετσι έμεινε να βλέπει τους σπάνιους επισκέπτες να ξαποσταίνουν κάτω από τα κλαδιά του και να διαβάζουν την πινακίδα με τ’ όνομά του. Να βλέπει και τους ντόπιους να προσπερνούν αδιάφορα και να ΄ρχονται μονάχα όταν είναι η εποχή της ελιάς ή για να σακατέψουν το μικρό ξωκλήσι του Άη Γιάννη εκσυγχρονίζοντάς το και πιστεύοντας ότι έτσι πράττουν σύμφωνα με τα όσα τους υπαγορεύει η χριστιανική τους ευλάβια.
Ωσπου μια μέρα ένα μεγάλο κίτρινο μηχάνημα με μια τεράστια φούχτα, φάνηκε ν’ ανεβαίνει αγκομαχώντας την απόμερη βουνοπλαγιά κάνοντας τόση φασαρία όση δεν είχε γίνει ποτέ στο χωριό όλα αυτά τα χρόνια. Η νεράϊδα τρόμαξε. Κρύφτηκε βαθιά στον κορμό του όμορφου δρυ κι από ένα μικρό τρυπάκι έβλεπε με περιέργεια το θηρίο που πλησίαζε.
Τι θα κάνει, αναρωτιόταν. Που θα σταματήσει; τι καινούριο πάλι θα φτιάξουν οι άνθρωποι στην ερημιά της Αμανής;
Δεν πρόλαβε να τα καλοσκεφτεί κι ένας άλλος ανατριχιαστικός κι εκκωφαντικός θόρυβος άρχισε να της τρυπάει τα αυτιά. Τα μεγάλα κλαδιά του δρυ της, του αγαπημένου της δέντρου και στολιδιού και φύλακα του έρημου χωριού, άρχισαν να τσακίζονται στο χώμα. Η νεράϊδα δεν κατάλαβε γιατί τόση κακία. Γιατί ο άνθρωπος αυτός αντί να ρθει να της χτυπήσει ξύλο για να βγει και να τον σώσει απ΄το κακό, ήρθε κι άρχισε να καταστρέφει το πανέμορφο δέντρο της.
Σε λίγο ο μεγάλος δρυς ήταν ξριζωμένος και πλάϊ από τη ρίζα του είχε ανοιχθεί βίαια ένας δρόμος. Ο δρυς έπεσε πάνω στα παγκάκια και στην πινακίδα που έγραφε το όνομά του και σκότωσε την καλή νεράϊδα που ’χε κουρνιάσει απ΄το φόβο της, χαμηλά, κοντά στη ρίζα του.
Τώρα πια στον Άγιο Γιάννη της Αμανής βασιλεύει μονάχα η θλίψη.
Καλή χρονιά Δήμαρχε.
Γιάννης Μακριδάκης
Διευθυντής Κέντρου Χιακών Μελετών «Πελινναίο»
ΦΩΤΟ: ΤΟ ΔΑΚΤΥΛΙΔΙ ΤΟΥ ΜΙΝΩΑ
Μην έχοντας στη διάθεσή μας φωτογραφία του Δρυ του Αϊ- Γιάννη δημοσιεύουμε τη φωτογραφία από το Δαχτυλίδι του Μίνωα, που χαρακτηρίζεται ως ένα από τα μεγαλοπρεπέστερα σύμβολα του Mινωικού Πολιτισμού (το γνήσιο βρίσκεται στο Mουσείο Aσμόλεαν της Oξφόρδης με τα στοιχεία AM 1938.1110).
(Πληροφορίες στην ιστοσελίδα www.kairatos.com.gr)
Το δέντρο που απεικονίζεται σε αυτό είναι δρυς. Βλέπουμε έτσι τη μεγάλη σημασία που έδιναν οι πρόγονοί μας στο συγκεκριμένο δέντρο και γενικότερα στη φύση.