Άγιασε, άγιασε…
Το τενεκεδένιο κουτί της Φυτίνης μου έκοψε το δάχτυλο χώνοντάς το στον λάκκο, που με νεκροθαφτική επιδεξιότητα είχα ανοίξει. Ας όψεται το πείσμα μου για μαγγανοπήγαδο στον κήπο που μόλις είχα οριοθετήσει. Τα παραχωμένα φύλλα και κλαδιά από τις γλάστρες της μάνας μου, χρειαζόντουσαν πηγάδι για να ποτίζονται. Οι βοηθοί μου υπάκουαν πιστά στις οδηγίες μου, μέχρι την στιγμή που η νεκροφόρα σταμάτησε μπροστά μας. Μόνος έμεινα να κοιτάζω το κασόνι να βγαίνει από το μαύρο αυτοκίνητο. Μαρμαρωμένος,παρατηρούσα την μεταφορά. Έβλεπα τον νεκρό να πετάγεται από το κασόνι καθώς τον μετέφεραν σπίτι του. Περίμενα με αγωνία αυτήν την από μηχανής Θεού έκβαση, μπας και σταματούσαν επιτέλους οι φωνές και τα κλάματα. Βλέποντας όμως ότι το καπάκι του κασονιού παρέμενε αμετακίνητο στην θέση του συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν ο Χριστός μέσα αλλά ούτε και ο Λάζαρος.
του Ζαννή Στρογγυλού
Άγιασε, άγιασε, φωνάξτε τον παπά.
Κάποιος άλλος θα βρισκόταν να φωνάξει τον παπά. Η παλάμη μου είχε γεμίσει αίματα. Μπορεί να πεθάνω όταν χυθεί όλο μου το αίμα. Θα με βάλουν σε πιο μικρό κασόνι όταν πεθάνω. Τα παιδιά όμως πεθαίνουν; Πως χώρεσε ο νεκρός μέσα στο κασόνι αφού ήταν χοντρός; Μάλλον θα του έκοψαν τα χέρια για να χωρέσει. Τα γυαλιά του τα φοράει ή δεν χρειάζονται αφού τα μάτια του θα είναι κλειστά; Σήμερα θα του φτιάξουν τα κόλλυβα; Αν βάλουν πολλές σταφίδες μέσα, μπόλικη ζάχαρη και ολόκληρα τα αμύγδαλα, θα είναι τα πιο όμορφα κόλλυβα του κόσμου. Θα πάω κι εγώ στην κηδεία. Φοβάμαι όμως. Όχι πολύ, λίγο.
Άγιασε, άγιασε, φωνάξτε τον παπά.
Φωνές, κλάματα, μοιρολόγια, στριγκλιές. Μαύρα ρούχα, μαύρες μαντίλες, μαύρα πουκάμισα, μαύρα και τα κλειστά παράθυρα. Φοβάμαι το μαύρο, με αγριεύει, προτιμώ το κίτρινο. Έρχεται η μάνα μου. Ευτυχώς δεν φοράει μαύρο φόρεμα. Θα ρθω κι εγώ μαζί σου. Θέλω να δω τον πεθαμένο.
Άγιασε, άγιασε, φωνάξτε τον παπά.
Τι θα πει άγιασε, μαμά;
Το κασόνι στη μέση του δωματίου, ο πρωταγωνιστής. Γύρω-γύρω ψάθινες καρέκλες με μαυροφορεμένες γυναίκες που σουρομαδιούνται κάτω από τις μαύρες μαντίλες. Γιατί τραβάνε τα μαλλιά τους μαμά, δεν πονάνε; Το καπάκι του κασονιού το άφησαν έξω από το σπίτι. Γιατί το άφησαν έξω μαμά; Χώρεσε στο κασόνι ο χοντρός, δεν του έκοψαν τα χέρια. Γιατί του τα χουν δεμένα μαμά; Τελικά δεν φοράει τα γυαλιά του. Το ξερα ότι δεν θα τα φορούσε. Το αναμμένο καντήλι πάνω από το κεφάλι του πεθαμένου με φοβίζει. Το φώς του αντανακλάται στο πλαστικό παράθυρο της πόρτας με τα μικρά ανάγλυφα τετράγωνα σχηματίζει έναν κίτρινο σταυρό.
Άγιασε, άγιασε …..να ο σταυρός, φωνάξτε καλέ τον παπά.
Άκου μαμά, όταν μια δέσμη φωτός πέσει πάνω σε μια επιφάνεια που…
Τι έπαθε το χέρι σου αγόρι μου;
(Τα κείμενα είναι γραμμένα στα πλαίσια του Λογοτεχνικού Εργαστηρίου του Ομήρειου Πνευματικού Κέντρου Δήμου Χίου, με εμψυχωτή τον Γιάννη Μακριδάκη και δημοσιεύονται με τη σύμφωνη γνώμη των δημιουργών τους.)