Το ταξί που πήρε η Έφη δεν την πήγε στη δουλειά, αλλού την πήγε. Σάββατο πρωί ξαφνική καλοκαιρινή βροχή που δεν έλεγε να σταματήσει την ανάγκασε να πάρει ταξί φεύγοντας από τον γιατρό. Διπλοκούρσα. Τους ευχαρίστησε μπαίνοντας, και κάθισε στο πίσω κάθισμα. Ταξιτζής φλύαρος συζητούσε με τον καλοβαλμένο κύριο που καθόταν μπροστά για τις επερχόμενες εκλογές. Της ήταν αδιάφορη η συζήτηση, βολεύτηκε καλύτερα, άρχισε να χαζεύει τον δρόμο και βυθίστηκε στις σκέψεις της.
της Ολγας Κοτοπούλη
Ο γιατρός την είχε καθησυχάσει ·όλα πήγαιναν μια χαρά. Ήταν ώρα να το μάθει ο Αντώνης. Δεν ήθελε τόσο καιρό να του πει τίποτα να μην τον αποσπάσει από την πτυχιακή του εργασία ήθελε και να σιγουρευτεί ότι όλα βαίνουν καλώς. Την προηγούμενη φορά είχε χάσει το παιδί στους δυο μήνες. Σκέφτηκε ότι αυτά τα πράγματα δεν λέγονται από το τηλέφωνο ούτε γράφονται σε γράμμα. Υπομονή μια μέρα ακόμα .Ο Αντώνης ήταν ήδη στο πλοίο με το πτυχίο σχεδόν στο χέρι. Ήταν η κατάλληλη στιγμή . Και τι δεν είχε περάσει τόσα χρόνια που σπούδαζε αυτός στην Ιταλία και εκείνη πίσω στην Νέα Σμύρνη να δουλεύει στο κομμωτήριο της Κας Νίτσας όλη μέρα και σε σπίτια όποτε την ζητούσαν για να του στέλνει χρήματα. Φτωχοί και οι δυο, αγαπιόνταν από τα σχολικά τους χρόνια. Έξυπνος μα και φιλόδοξος ο Αντώνης όταν δεν μπήκε εδω στην Αρχιτεκτονική ήθελε να φύγει έξω να σπουδάσει και η Έφη του υποσχέθηκε πως θα τον βοηθούσε αυτή, που ήδη δούλευε κομμώτρια, αφού βλέψεις για σπουδές δεν είχε. Και κράτησε την υπόσχεση της · σχεδόν δύο χρόνια φαντάρος στην αρχή και μετά έξι χρόνια φοιτητής, αυτή τον ζούσε. Η μάνα του λίγα χρήματα του έστελνε, πατέρας δεν υπήρχε. Η Έφη δούλευε σαν το σκυλί και κρατούσε γι’ αυτήν μόνο τα έξοδα της που τα είχε περιορίσει στα εντελώς απαραίτητα . Έφτασε η ώρα να γυρίσει πίσω , να αρχίσουν την κοινή ζωή τους. Ετσι είχαν πει το Πάσχα που είχε έρθει ο Αντώνης αλλά ελάχιστα βρεθήκανε γιατί είχε πολύ διάβασμα και αυτή πολλή δουλειά στο κομμωτήριο.
Ένα λίγο απότομο φρενάρισμα την επανέφερε στο τώρα. Μπροστά η συζήτηση είχε πάει σε προσωπικά θέματα πια· είχαν βρεθεί κοντοχωριανοί ταξιτζής και επιβάτης και η λέξη Φλωρεντία από τα χείλη του κυρίου σαν καμπανάκι ήχησε στα αυτιά της και την έκανε να παρακολουθήσει τη συζήτηση τους. Εκεί γνωρίστηκαν συνέχισε να λέει ο συμπαθής κύριος στον ταξιτζή. Αύριο θα έρθει σπίτι να την ζητήσει επισήμως. Τον είχαμε γνωρίσει το Πάσχα πρώτη φορά· καλή εντύπωση μας έκανε. Ορφανός από πατέρα από μικρός, καλό παιδί και εργατικό φαίνεται για να καταφέρει να σπουδάσει μόνος του χωρίς βοήθεια . Αυτό σκεφτήκαμε και είπαμε το ναι. Αρχιτέκτονας αυτός εργολάβος εσύ μια χαρά, θα τον βοηθήσεις κιόλας, είπε ο ταξιτζής . Ο Κύριος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Άντε η ώρα η καλή συμπλήρωσε ο ταξιτζής. Η Έφη θόλωσε °έσφιξε τα χείλη για να μην μιλήσει. Δεν ήξερε πως να αντιδράσει. Άφησε με εδώ στην γωνία είπε ο κύριος, πλήρωσε και κατέβηκε. Θα κατέβω και εγώ εδώ, είπε η Έφη στον ταξιτζή · Κύριε μια στιγμή, περιμένετε, θέλω να σας μιλήσω, φώναξε ανοίγοντας την πόρτα του ταξί.
(Τα κείμενα είναι γραμμένα στα πλαίσια του Λογοτεχνικού Εργαστηρίου του Ομήρειου Πνευματικού Κέντρου Δήμου Χίου, με εμψυχωτή τον Γιάννη Μακριδάκη και δημοσιεύονται με τη σύμφωνη γνώμη των δημιουργών τους.).