Αρχική Πολιτισμός Λογοτεχνικό Εργαστήριο 2 Γκέρφανο- Σελανίκ, Γιαβάν*, του Ζ. Στρογγυλού

Γκέρφανο- Σελανίκ, Γιαβάν*, του Ζ. Στρογγυλού

234

Ανάια το όνομά μου, Σεφαραδίτικο το αίμα στις φλέβες μου, Σελανίκ Γιαβάν της καρδιάς το κέλυφος. Επιστρέφω στην πόλη που γεννήθηκα. Θα μείνω για πάντα, κι ας είναι το πάντα μια στιγμή. Αιώνες θαρρείς πως περίμενε η ψυχή μου τούτο τον γυρισμό. Τώρα όμως βρίσκομαι εδώ, πάνω από αυτή την πόλη. Αισθάνομαι την αγάπη της όταν δέχτηκε τους προγόνους μου να γεννηθούν αντικρίζοντας τον ορίζοντά της . Αισθάνομαι το μίσος όταν αργότερα τους εκδίωξε και σύλησε τις ζωές τους. Είμαι εδώ γιατί θέλω να αγναντέψω τη θάλασσα που αγκαλιάζει τη στεριά της, ψηλά από τα κάστρα. Είμαι εδώ γιατί θέλω να περπατήσω στα σοκάκια που κύλαγαν τα σαπουνόνερα από τις μπουγάδες. Είμαι εδώ γιατί θέλω να βρεθώ ξανά στις αλάνες βλέποντας τα άλλα παιδιά να παίζουν. Είμαι εδώ γιατί θέλω να θυμηθώ και να ξεχάσω.

Πως μπορείτε και γράφετε εν κινήσει, την ρώτησε ο ηλικιωμένος ταξιτζής στου οποίου το ταξί είχε επιβιβαστεί λίγο πριν. Η πόλη ξυπνούσε από την σιέστα εκείνου του Αυγουστιάτικου μεσημεριού. Νωχελικά αργό το απόγευμα ταίριαζε με τα μολυβί σύννεφα που ράθυμα εισέβαλαν στην πόλη από τα γύρω βουνά. Η υγρασία και η ομίχλη γινόταν δυσβάσταχτη. Θολό το τοπίο θολή και η σκέψη. Για βροχή το πάει, σταχτόμαυρα τα σύννεφα, βλέπετε… μα τι γίνεται εκεί πέρα, μονολόγησε, κρυφοκοιτάζοντας από τον καθρέφτη την παράξενα ντυμένη πελάτισσά του. Λίγο πριν τον είχε σταματήσει στη διασταύρωση της Ίωνος Δραγούμη με την Αγίου Μηνά. Κάποιο ατύχημα πρέπει να χει γίνει, συνέχισε.

Η Ανάια άφησε το σημειωματάριο που έγραφε στη θέση δίπλα της και έστρεψε το βλέμμα της προς το σημείο που έδειχνε ο ταξιτζής. Βλέπετε, εκεί αριστερά… Ααρών και Σάρα μου είπαν οι γονείς μου ότι έλεγαν τον πατέρα και την μάνα που με γέννησαν. Δεν πρόλαβα να τους γνωρίσω, γιατί πρόλαβε το τρένο και τους πήρε. Στοιβαγμένες ψυχές, λεηλατημένες αξιοπρέπειες στα καμιόνια του θανάτου. Φρούδες ελπίδες σε ένα ταξίδι δίχως επιστροφή. Δεν έκλαψα, μου είπαν, όταν γεννήθηκα. Σπάνια έκλαιγα σαν παιδί, ποτέ σαν ενήλικας. Λες και ένα αόρατο χέρι είχε σφαλίσει τους δακρυϊκούς μου πόρους. Αγάπη πήρα από τους γονείς μου, μα αγάπη αρνήθηκα να δώσω. Πέντε χρόνων ήμουν όταν έφυγα μαζί τους στην Αμερική. Μετανάστες σε μια γη που φάνταζε ίδια με εκείνη της επαγγελίας. Δεν στερήθηκα ύλη, τις ρίζες μου όμως άλλοι μου τις στέρησαν. Έζησα δίχως αυτές κι ας κατάφερα να μάθω γι αυτές. Αυτές τις ρίζες ψάχνω να συναντήσω τώρα. Σ’ αυτές να επιστρέψω. Εδώ είμαστε, είπε ο ταξιτζής ανάβοντας τα αλάρμ της προσωρινής στάθμευσης.

Η Ανάια σταμάτησε να γράφει και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Το πάρκο πρόβαλε μπροστά της. Στο βάθος τα κτίρια του Πανεπιστημίου. Ωραία, απάντησε, πληρώνοντας το διπλάσιο κόμιστρο από αυτό που έγραφε το ταξίμετρο. Περιμένετε λίγο και αν δεν επιστρέψω σε δυο λεπτά, μπορείτε να φύγετε. Άνοιξε την πόρτα και πετάχτηκε έξω σαν σίφουνας. Κυρία… το σημειωματάριό σας, φώναξε ο ταξιτζής. Δεν τον άκουσε. Λες και ένας θεόρατος μαγνήτης την έλκυε προς τα κει. Έτρεχε κοιτάζοντας την πετρόχτιστη πεζούλα. Μα τι κάνει αυτή, ψιθύρισε ο ταξιτζής, πολύ παράξενος άνθρωπος. Μαύρισε μονομιάς ο γκρίζος ουρανός. Αστραπές φώτισαν τα μαύρα σύννεφα. Κεραυνοί, και βροντές ακολούθησαν. Μόνο η βροχή δεν έλεγε να πέσει. Αχλή κάλυψε το σώμα της Ανάια καθώς έτρεχε. Λες και άρχισε να εξαϋλώνεται σιγά-σιγά περνώντας σε μια άλλη διάσταση. Λάμψη διαπέρασε το σώμα της κι έγινε διάφανη.

Σταμάτησε να τρέχει και συνέχισε να περπατά αργά, αγέρωχα σαν πρωθιέρεια στο σηκό αρχαίου ναού. Κοντοστάθηκε και κοίταξε το σπασμένο κομμάτι από άσπρο μάρμαρο χτισμένο ανάμεσα στις πλάκες της πεζούλας. Εγχάρακτα καλλιγραφικά γράμματα ήταν πάνω του. Ευλαβικά γονάτισε μπροστά στην πλάκα αψηφώντας το νερό της βροχής που άρχισε να πέφτει. Άπλωσε τα ακροδάχτυλα και χάιδεψε τρυφερά ένα- ένα τα γράμματα. Δεν ήταν η βροχή που μονομιάς μούσκεψε το πρόσωπό της. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της για πρώτη φορά στην ενήλικη ζωή της . Το νερό διαπέρασε το σώμα της. Άρχισε να συρρικνώνεται μέχρι που έγινε μια αδύναμη ακτίνα φωτός και χώθηκε στην ζεστή αγκαλιά της παγωμένης ταφόπλακας.

Λαγκάδα 17/11/2018
Ζαννής Ι Στρογγυλός(*Ορφανό, Σαλονίκη, Ελλάδα στα Σεφαραδίτικα)

Διαφήμιση