Αρχική Πολιτισμός Λογοτεχνικό Εργαστήριο 2 Θυγατρική Π.Α.Ε., γράφει η Ολγα Κοτοπούλη

Θυγατρική Π.Α.Ε., γράφει η Ολγα Κοτοπούλη

175

“Κουβαρίστρας” ήταν το παρατσούκλι του πατέρα της, όταν ήταν παίχτης μιας τοπικής ποδοσφαιρικής ομάδας και της επίλεκτης μεικτής ομάδας της πόλης των Πατρών, την δεκαετία του ‘50. Τον φώναζαν έτσι γιατί καθώς ήταν κοντός, αδύνατος, πολύ γρήγορος και δεινός ντριμπλαδόρος, περνούσε ανάμεσα από τους παίχτες της αντίπαλης ομάδας και ξέφευγε εύκολα από το μαρκάρισμα τους, έδινε ωραίες πάσες ή σκόραρε.
Η ενασχόληση του με το ποδόσφαιρο όμως σταμάτησε απότομα και ας ήταν κάλος παίχτης αμέσως μόλις γνώρισε την μητέρα της που ήτο απόφοιτη της Παιδαγωγικής Ακαδημίας και δεν ενέκρινε το χόμπυ του. Παντρεύτηκαν δε πολύ γρήγορα· έτσι για το ποδόσφαιρο σπάνια μιλούσε και σπάνια παρακολουθούσε αγώνες.

της Ολγας Κοτοπούλη

Τον πατέρα της, συνειρμικά σκέφτηκε εκείνη την Παρασκευή το μεσημέρι όταν τελειώνοντας το μάθημα στην σχολή, δύο συμφοιτητές της από την Θεσσαλονίκη της πρότειναν να πάει μαζί τους την επομένη μέρα, αρχικά στο γήπεδο, να παρακολουθήσουν έναν αγώνα και μετά για καμιά βόλτα. Δέχτηκε σχεδόν αμέσως για πολλούς λόγους, χωρίς φυσικά να φαντάζεται την κατάληξη.
Ο πρώτος λόγος ήταν ότι σε ποδοσφαιρικό γήπεδο και δη να παρακολουθήσει ντέρμπι πρώτης εθνικής δεν είχε πάει ποτέ· θα ήταν κάτι καινούργιο για εκείνη.
Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι στην Αθήνα που σπούδαζε συγκατοικούσε με τον αδελφό της που σπούδαζε και αυτός αλλά το συγκεκριμένο σαββατοκύριακο ευτυχώς θα έλλειπε οπότε επιτέλους δεν θα είχε την γκρίνια του για το που πάει και τι κάνει.
Ο τρίτος όμως λόγος ήταν ο πιο σημαντικός· ο ένας συμφοιτητής της ήταν νοστιμούλης και ένα μικρό φλερτ διαφαινόταν στον ορίζοντα.
Έφτασε στο Θησείο που ήταν το ραντεβού τους για να πάρουν τον ηλεκτρικό για το γήπεδο, στην ώρα της· χαμογελαστή πλησίασε τους δυο συμφοιτητές της οι οποίοι την κοίταξαν με μάτια γουρλωμένα. “Τι είναι αυτό;», την ρώτησε ο νοστιμούλης εστιάζοντας το βλέμμα του στην αθλητική μπλούζα της Παναχαϊκής που φορούσε, η οποία ήταν του αδελφού της που είχε υπάρξει για ένα διάστημα αθλητής του στίβου της συγκεκριμένης ομάδας. Είχε αισθανθεί δε πολλή τυχερή που την βρήκε όταν με αγωνία έψαξε στα ρούχα του για να βρει κάτι αθλητικό να συνδυάσει με το μοναδικό τζην παντελόνι που είχε και με κάτι μποτάκια της συμφοράς έτσι ώστε να ταιριάζει η αμφίεση της με την περίσταση καθώς δεν είχε τέτοια ρούχα δικά της, επειδή εκείνη την εποχή ντυνόταν όλο με κάτι χαριτωμένα φορεματάκια.
Κούμπωσε το μπουφάν σου μέχρι επάνω, της είπε αυστηρά· δεν το ξέρεις ότι η Παναχαϊκή είναι θυγατρική του Ολυμπιακού συνέχισε με ειρωνικό ύφος χρησιμοποιώντας όρο της σχολής για να της δώσει να καταλάβει και κατόπιν έβγαλε από το λαιμό του το ασπρόμαυρο κασκόλ του Παοκ και της το φόρεσε. Που να το ξέρω, σκέφτηκε να του απαντήσει· αυτή πίστευε ότι κανείς δεν ασχολείται με τις μικρότερες ομάδας της επαρχίας αλλά δεν του είπε τίποτα. Με μια απογοήτευση στα μούτρα και την σκέψη ότι δεν ξεκίνησαν καλά, κατέβηκε μαζί τους τις σκάλες του ηλεκτρικού και αποβιβάστηκαν στο βαγόνι που ήταν γεμάτο με φιλάθλους της ομάδας τους.
Η απογοήτευση που ένοιωθε έδωσε την θέση της στην ανησυχία όταν μπήκαν στο γήπεδο, προχώρησαν και κάθισαν στην κερκίδα των οργανωμένων φιλάθλων του Παοκ. Ένοιωσε τόσο άβολα με όλους αυτούς τους φανατικούς γύρω της, σε αντίθεση με τους συμφοιτητές της που έδειχναν πλήρως εξοικειωμένοι και εκστασιασμένοι. Με τεστάρει μάλλον αυτός σκέφτηκε γι αυτό με έφερε εδώ. Όταν άρχισε δε ο αγώνας και από τα λίγα που γνώριζε περί ποδόσφαιρου κατάλαβε ποιος θα κερδίσει άρχισαν να την ζώνουν τα φίδια. Η ώρα περνούσε· η ατμόσφαιρα γινόταν όλο και πιο εκρηκτική. Ο Ολυμπιακός έβαλε 2 γκολ στο πρώτο ημίχρονο και άλλα δυο στο δεύτερο.
Ο ομορφούλης από την στενοχώρια, από τις φωνές και από την εν γένει συμπεριφορά του, είχε γίνει ασχημούλης στα δικά της μάτια. Σαν να μην έφτανε αυτό, όταν τέλειωσε το παιχνίδι άρχισαν τα επεισόδια και έκαναν την εμφάνιση τους προς την κερκίδα τους τα ΜΑΤ. Τότε ήρθε η ώρα που σκέφτηκε πάλι τον πατέρα της, αυτή τη φορά για το παρατσούκλι του και ότι έπρεπε να φανεί αντάξια θυγατέρα του. ‘Έτσι σαν κουβαρίστρα άρχισε να περνά ανάμεσα από τους άλλους φιλάθλους, να πηδά τις κερκίδες να ανεβαίνει σκαλοπάτια, να κάνει ζίγκ ζάγκ χωρίς να σταματά καθόλου.
Ασθμαίνοντας βγήκε έξω από το γήπεδο, έτρεξε προς τον ηλεκτρικό, κουτρουβάλησε τις σκάλες και έφτασε γρήγορα στην αποβάθρα· με μεγάλη της χαρά είδε ότι ο συρμός ήταν εκεί και ετοιμαζόταν να ξεκινήσει. Επιτάχυνε· πρόλαβε να μπει μέσα με τη πόρτα να κλίνει ακριβώς πίσω της. Είχε σκυμμένο το κεφάλι και ήταν απορροφημένη στην προσπάθεια να ξετυλίξει και να βγάλει το ασπρόμαυρο κασκόλ που την ζέσταινε και την έπνιγε. Όταν το έβγαλε και σήκωσε το βλέμμα της για να πάρει βαθιά ανάσα, πάγωσε. Το βαγόνι ήταν γεμάτο με φιλάθλους που φορούσαν κόκκινα κασκόλ τραγουδούσαν για την νίκη τους και έλεγαν συνθήματα για τον Ντέταρι. Ένοιωσε να την κοιτούν όλοι. Ένας νεαρός με αγριεμένο ύφος κάτι πήγε να της πει· περίμενε του φώναξε και έκανε το αντίστοιχο σήμα με το ένα της χέρι. Με το άλλο χέρι και με μια γρήγορη κίνηση άνοιξε το φερμουάρ του μπουφάν να φανεί η μπλούζα της, έριξε στο πάτωμα το αναθεματισμένο κασκόλ που κρατούσε και άρχισε να του εξηγεί. Της χαμογέλασε.

Διαφήμιση