Αρχική Απόψεις Ποίηση-κείμενα Το ραντεβού με ραβασάκι, της Σοφίας Καρασούλη

Το ραντεβού με ραβασάκι, της Σοφίας Καρασούλη

122

«Αγάπη είναι αυτή, δεν είναι ποντικοκούραδα!» τον κορόιδευε ο κύρης του καθώς τον έβλεπε να παίρνει την ώρα του μπροστά στον καθρέφτη.
Έφτιαχνε και ξανάφτιαχνε με την τσατσάρα την μπόλκα κι ύστερα έβαζε και μπόλικη μπριγιαντίνη να γυαλίσει.
«Άρχισε να γαμπρίζει κι ο μικρός!» σιγοντάριζε από την καρέκλα του πλάι στο μαγκάλι ο παππούς. «Και πώς τη λένε τη λεγάμενη;»
«Καλέ, αφείτε το το παιδί! Με το Νικολή της Μαριγώς θα πάνε μια βόλτα να ξεσκάσουνε!» η μάνα τον υπεράσπιζε. «Έλα, γιε μου, μην τους δίνεις σημασία!»
Έβαλε το σακάκι βιαστικός και κατέβηκε δυο δυο τα σκαλιά. Σαββατόβραδο κι είχε ραντεβού με το Χρυσώ στη Χώρα. Το πρώτο τους!

Μια τάξη μικρότερή του, εκείνος 17 κι εκείνη στα δεκάξι, αλλά σ’ άλλο σχολειό.
Εκείνη στο Γυμνάσιο των κοριτσιών, στο Θηλέων, κι εκείνος στην Εμπορική.
Την είχε πρωτοδεί σε μια σχολική γιορτή με όλα τα σχολεία στο τέλος του Γενάρη. Ήτανε των Τριών Ιεραρχών κι ετραγούδιενε με τη σχολική χορωδία. Στην πρώτη γραμμή την είχαν βάλλει κι η φωνή της ξεχώριζε, γλυκιά σαν την όψη της με τα μελένια μάτια, τα καστανόξανθα μαλλιά, το πλατύ χαμόγελο.
Ρώτησε κι έμαθε τ’ όνομά της: «Χρυσώ». Εκείνο το βράδυ δεν εμπόρεσε να κλείσει μάτι. Όλο το Χρυσώ συλλογιούντανε…
Την άλλη μέρα με το που σχολάσανε, έτρεξε να στηθεί στην αρχή της Ατσικής, από κει που κατεβαίνανε μπουλούκια τα κορίτσια του Θηλέων. Ζαλίστηκε να περιμένει, μα την είδε. Κατηφόριζε με μια φιλενάδα της κι όλο μιλούσανε και κρυφογελούσαν.
Δεν την έβγαζε από τα μάτια του, καρφωμένα τάχενε απάνω της. Μα πού να τολμήσει να την πάρει από πίσω για να της σφυρίξει ή να της πει καμιά κουβέντα. Είχε, θαρρείς, μαρμαρώσει.
Αυτή τον είδεν όμως, ήτανε σίγουρος γι ´ αυτό! Του ‘σκασε κι ένα χαμόγελο.

Από τότε, πάντα σ’ εκείνο το καντούνι εστεκούντανε καθημερινά. Ο ποδηλατάς απέναντι άρχισε να τόνε πειράζει:
«Πάλι εδώ; Α σου βάλομε να πλερώνεις νοίκι!».
«Ρε συ,» τού ‘πεν ο Νικολής «ίντα ξεροσταλιάζεις κάθε μέρα; Κοντεύει μήνας! Πώς εν της μιλείς; Για γράψε της κάνα ραβασάκι;»

Ούτε λωλού το πεις! Το ίδιο βράδυ έκατσε και τό ‘γραψε.
«Χρυσώ, από τότε που σ´ είδα μού ‘χεις πάρει το μυαλό! Δεν μπορώ να ησυχάσω… Είναι μήνας τώρα που σε περιμένω καθημερνά στην αρχή της Ατσικής να περάσεις με τη φιλενάδα σου σα σχολνάτε.»
Της έγραψε και γλυκόλογα, «μάτια μου και φως μου», «η καρδιά μου χτυπά δυνατά», κι άλλα τέτοια, όπως τον είχεν ορμηνέψει ο Νικολής. Στο τέλος τής έκλεισε και ραντεβού. «Το Σαββάτο θα σε περιμένω στις 7μιση στον Κήπο. Θα κάθομαι σ´ένα παγκάκι εκειδά κοντά στον Κανάρη. Θα σου κρατώ κι ένα διατσίντο από τον κήπο μας. Μιχάλης».

Έπιασε την ξαδέρφη του τη Λίτσα. «Το και το… Το ξέρεις το Χρυσώ στην πέμπτη τάξη;» «Αμέ! Όλες τις μεγάλες τις ξέρω.» Αφού την ξόρκισε να μη βγάλει τσιμουδιά σε κανένα, της έδωσε το ραβασάκι να το αφήσει με τρόπο στο θρανίο της Χρυσώς. Η Λίτσα ήτανε δυο χρόνια πιο μικρή στην τάξη από τη Χρυσώ, μα ήτανε καπάτσα. Βρήκε τον τρόπο, μπήκε κρυφά στην τάξη στο διάλειμμα, κι άφησε το ραβασάκι στο θρανίο της Χρυσώς.
Γι’ αυτό εκείνο το Σαββατόβραδο έβαλε το σακάκι βιαστικός. Γι’αυτό και κατέβηκε δυο δυο τα σκαλιά. Έκοψε κι ένα διατσίντο από τη γλάστρα της αυλής, το πιο όμορφο, και τό ‘βαλε με τρόπο στο τσεπάκι του πουκάμισου. Μοσχοβολούσε!
Σαν έφτασε στον Κήπο, είχε κιόλας βραδιάσει – αρχές του Μάρτη κι οι μέρες ακόμη μικρές. Επίτηδες είχε διαλέξει την ώρα και το μέρος, μην τους δούνε και της βγάλει τ’ όνομα. Έκατσε στο παγκάκι στα δεξιά του Κανάρη και περίμενε. Η καρδιά του χτύπαγε να σπάσει. Έβγαλε το διατσίντο από το τσεπάκι μην στραπατραριστεί και το κράτεινε στο χέρι.

Εφτάμιση, οχτώ παρά τέταρτο… τα λεπτά κυλούσαν σαν αιώνες. Ψυχή δεν εφαινούντανε κι εκεί πια κατά τις οχτώ, άρχισε να σκέφτεται για τα καλά πως δεν θά ‘ρθει το Χρυσώ. Μπας και δεν ήβρε το ραβασάκι; Μπας και το βρήκαν οι δικοί της και την κλειδώσανε στο σπίτι σαν τη γειτονοπούλα τους τη Λεμονιά; Μπας, μπας … μπας και δεν τόνε θέλει; Μαύρες σκέψεις αλωνίζανε στο μυαλό του.
Ξάφνου, την είδε να ‘ρχεται τρεχάτη από το Βουνάκι. Μα, σαν ήρθε λιγάκι πιο κοντά, είδε πως δεν ήταν εκείνη! Ήταν η φιλενάδα της, αυτή που κατηφόριζε μαζί της και κρυφογελούσε σαν τον βλέπανε.

«Μιχάλη,» τού ‘πε ξέπνοη. «Αχ τι καλά που σε πρόλαβα! Νόμιζα πως θά´χες φύγει πια… Είδα κι έπαθα να ξεφύγω από το σπίτι!» Του Μιχάλη τού´χε κοπεί η μιλιά, μα εκείνη συνέχιζε ακάθεκτη. «Τι όμορφα που τά´γραψες όλα στο ραβασάκι, Μιχάλη μου! Πες μου τα όλα, όλα! Αφ’ την αρχή! Πότε με είδες για πρώτη φορά; Πώς έμαθες πως με λένε Χρυσώ;»
Έφερε αμήχανα το χέρι στην μπόλκα του κι η φούχτα του γέμισε μπριγιαντίνη.

Σοφία Καρασούλη – Φεβρουάριος 2024
Κείμενο για το φεστιβάλ ΜΟΥΣΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

Διαφήμιση