Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει τρελά όταν μπαίνοντας στο σπίτι είδε φως στη σοφίτα. Πέταξε την τσάντα της στο χωλ και ανέβηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε τη σκάλα. Έσπρωξε την μισάνοιχτη πόρτα και τότε τον αντίκρισε.
Καθόταν στη καρέκλα και τα χέρια του κρεμόταν προς το πάτωμα. Μόλις την είδε σηκώθηκε αλλά δεν την πλησίασε. Την κοίταξε μόνο στα μάτια με βλέμμα καθαρό. Τα μαλλιά του είχαν μακρύνει πολύ. Το ίδιο και τα γένια του. Η στολή του φαινόταν φθαρμένη και βρώμικη όπως και εκείνος αλλά δεν ήταν. Τον πλησίασε και άρχισε να του βγάζει τα ρούχα. Εκείνος δεν αντέδρασε καθόλου, συνεργάστηκε. Όταν έμεινε εντελώς γυμνός τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Δεν είδε πουθενά στο σώμα του κανένα σημάδι, μήτε τραύμα, μήτε τρύπημα. Μετά τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε στο μικρό μπάνιο. Άρχισε να τον λούζει και να τον πλένει όπως όταν ήταν παιδί. Τον σκούπισε και κατόπιν τον έβαλε να καθίσει πάλι στην καρέκλα. Πήρε ένα μικρό ψαλίδι, και άρχισε να του κουρεύει τα γένια Ύστερα ξεκίνησε να του κόβει τα μαλλιά. Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της. Ο Κωστής μου γύρισε σκέφτηκε. Γύρισε, έτσι ξαφνικά όπως είχε φύγει.
της Ολγας Κοτοπούλη
Δεν θα ξεχάσει ποτέ εκείνη την ημέρα η Ελένη. Είχε ανέβει στη σοφίτα με σκοπό να σβήσει την τηλεόραση. Πίστευε πως ο Κωστής την είχε ξεχάσει αναμμένη από το πρωί που έφυγε για την σχόλη του. Πάγωσε το αίμα της όταν κοίταξε στην οθόνη. Άνοιξε τα μάτια της διάπλατα και έγειρε μπροστά. Ανέβαινε η αγωνία της όσο ανέβαζε την ένταση του ήχου από το τηλεκοντρόλ. Άκουγε το ρεπορτάζ αλλά δεν καταλάβαινε, της ήταν αδύνατον να καταλάβει. Ήταν ξεκάθαρο πια ότι ήταν ο Κωστής αυτός στην οθόνη, ποια μάνα δεν αναγνωρίζει το παιδί της, όμως εκείνη τώρα άλλα αναρωτιόταν. Τι δουλειά έχει εκεί ο Κωστής; Εκεί και με αυτά τα ρούχα; Πόσο καιρό το σχεδίαζε όλο αυτό;
Ο ρεπόρτερ το είπε καθαρά: 20 Έλληνες εθελοντές αναχώρησαν σήμερα από το αεροδρόμιο της Τανάγρας μαζί με τις ειδικές δυνάμεις για το Βελιγράδι και από εκεί θα μεταβούν στο μαρτυρικό Σαράγεβο . Ο Κωστής, πάει στον πόλεμο, είναι φανερό , σκέφτηκε, όμως γιατί; για ποιο λόγο; Και τότε ξαφνικά όλα ξεκαθάρισαν στο μυαλό της. Ο Κωστής για άλλη μια φόρα αναζητούσε τον θάνατο να αναμετρηθεί μαζί του.
Σήκωσε το χέρι και με την παλάμη έκλεισε το στόμα για να μην ουρλιάξει. Με το βλέμμα κολλημένο στην οθόνη, έκανε μερικά βήματα πίσω και λυγίζοντας τα πόδια κάθισε αργά αργά στο κρεβάτι. Στο κρεβάτι που πριν από ένα χρόνο σχεδόν, τον είχε δει με την σύριγγα καρφωμένη στο μπράτσο. Εκείνος ξυπνώντας απότομα από την νιρβάνα που είχε πέσει λόγω της δόσης, το μόνο που της είπε ήταν, μη σε παρακαλώ, μη το πεις στον πατέρα, σε ικετεύω και εγώ θα καθαρίσω. Στο υπόσχομαι.
Ένα χρόνο μπαινοέβγαινε στον κύκλο του θανάτου. Πάλευε με το θεριό και σχεδόν πάντα έχανε. Και πάλευε και αυτή μαζί του, κρυφά. Κρυφά από τους άλλους όπως του είχε υποσχεθεί, με την σειρά της. Για όλους έπρεπε να φαίνεται πως η ζωή τους κυλάει κανονικά. Το παιδί δεν έπρεπε να στιγματιστεί, σκεφτόταν.
Πίστευε πως βίωνε την πιο δύσκολη κατάσταση η Ελένη μα τώρα τούτη εδώ η εικόνα στην τηλεόραση την έριξε στην πιο βαθιά απελπισία. Άλλος πόλεμος ετούτος σκέφτηκε, πραγματικός .
Όλο αυτό το διάστημα μόνο ένα γράμμα που έμοιαζε πιο πολύ με τηλεγράφημα έλαβε που έλεγε: Είμαι καλά. Είμαι στα μετόπισθεν. Βοηθάω αμάχους, δεν κρατάω όπλο. Μόνο ένα γράμμα, καμία άλλη επικοινωνία.
Η φωνή του, διέκοψε τις σκέψεις της. Φτάνει μη τα κόβεις άλλο της είπε. Εκείνη σταμάτησε και του σκούπισε απαλά το κεφάλι με τη πετσέτα. Ο Κωστής σηκώθηκε, γύρισε την κοίταξε στα μάτια και της είπε με σταθερή φωνή, μάνα γύρισα. Είμαι καθαρός. Θέλω να ζήσω.
(Τα κείμενα είναι γραμμένα στα πλαίσια του Λογοτεχνικού Εργαστηρίου του Ομήρειου Πνευματικού Κέντρου Δήμου Χίου, με εμψυχωτή τον Γιάννη Μακριδάκη και δημοσιεύονται με τη σύμφωνη γνώμη των δημιουργών τους.)