«Είμαι τυχερός, που στη ζωή μου ασχολήθηκα μόνο με τις μεγάλες μου αγάπες: τη Μουσική και το Ποδόσφαιρο»
Συνέντευξη με τον Δημήτρη Λιούντρη
Ευγενία Ασλανίδη
Δημήτρης Λιούντρης: Το επώνυμο δεν είναι χιώτικο, σκέφτηκα, μόλις είδα το όνομα του να πρωταγωνιστεί στη νυχτερινή διασκέδαση της Χίου. Έτσι ήταν το πρώτο ερώτημα που του έκανα μόλις συναντηθήκαμε γι αυτή τη συνέντευξη. Έμαθα λοιπόν πως είναι από το Βραχάτι Κορινθίας, ένα παραθαλάσσιο χωριό με 3.500 χιλιάδες κατοίκους περίπου. Σκόπιμα ανέφερε τον πληθυσμό, για να καταλάβουμε τι εννοεί όταν λέει χωριό, εμείς που τα ελάχιστα μεγαλύτερα χωριά μας, δεν ξεπερνούν τις μερικές εκατοντάδες κατοίκων. Είπε και άλλα πολλά για το δικό του «Μικρό Παρίσι», που βρίσκεται πολύ κοντά στην Αθήνα και αποτελεί ελκυστικό τουριστικό προορισμό, πράγμα που με έκανε να σκεφτώ πως ένα από τα χαρίσματα του είναι να υποστηρίζει πολύ ο,τι αγαπά.
Η δική μας γνωριμία έγινε μέσα από το διαδίκτυο, όταν ανέβασε ένα βιντεάκι με τη «Βροχή». Το ερμήνευσε εξαιρετικά, με συγκίνησε αφάνταστα και ένιωσα την ανάγκη να τον ακούσω και από κοντά. Στην «Πανσέληνο» του αγαπημένου φίλου Κυριάκου Φρεζούλη, όπου τραγουδά αυτή την περίοδο, είδα και απόλαυσα έναν φτασμένο καλλιτέχνη. Έναν τραγουδιστή που δε με κέρδισε μόνο με την υπέροχη ερμηνεία του, αλλά και την καλοδουλεμένη παράσταση, με τραγούδια επιλεγμένα ένα –ένα από τον πλούτο του καλού ελληνικού τραγουδιού, που πρόσφερε στο κοινό.
Στη συνέχεια γνώρισα και τις συνθετικές του ικανότητες, μέσα από τραγούδια που έφτιαξε πάνω σε στίχους δικούς του, αλλά και δικούς μου. Σύντομα, όπως λέει, θα τα ρίξει στον κυβερνοχώρο να βρουν την τύχη τους. Παράλληλα με όλα αυτά είχα την ευκαιρία να γνωρίσω έναν άνθρωπο ζεστό, με θετική σκέψη, πρόθυμο να προσφέρει, έναν άνθρωπο που η περίπτωσή του έχει και δημοσιογραφικό ενδιαφέρον.
Δημήτρη, πότε μπήκε στη ζωή σου η μουσική;
Με τη μουσική έχω δεσμούς από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Μεγαλώσαμε, ο αδελφός μου κι εγώ, μέσα στην εκκλησία, κυρίως λόγω της γιαγιάς που εκκλησιάζονταν ανελλιπώς και μας έπαιρνε πάντα μαζί. Βοηθούσαμε στο τελετουργικό, στην αρχή σαν παπαδάκια και μετά στο αναλόγιο. Εκεί μας ξεχώρισε ο ψαλτής και είπε του πατέρα μου να μας βοηθήσει να το καλλιεργήσουμε. Έτσι, παράλληλα με το σχολείο, σπουδάσαμε και οι δυο βυζαντινή μουσική. Παίρνοντας αναβολή από το στρατό για να μην τα αφήσω στη μέση (σπούδασα τα τρία τελευταία χρόνια στην Αθήνα), πήρα το δίπλωμα του ιεροψάλτη και του δασκάλου βυζαντινής μουσικής.
Παράλληλα, επειδή μου άρεσε πολύ το τραγούδι, πέρα από κάποια μαθήματα που έκανα, έμαθα και μόνος μου πάρα πολλά τραγούδια. Έτσι, όταν μετά το τέλος των σπουδών διέκοψα την αναβολή και ήρθα στρατιώτης στη Χίο, τραγουδούσα.
Ο στρατός λοιπόν σε έφερε για πρώτη φορά στη Χίο;
Ναι, Και ήρθα με καθόλου καλή διάθεση γιατί οι πληροφορίες μου έλεγαν πως δεν θα περάσω καλά. Βρέθηκα εδώ τον Ιανουάριο του ’87. Πέρασα ένα υπέροχο στρατιωτικό με ποικιλία δραστηριοτήτων. Νοίκιαζα σπίτι για να μη μένω μέσα και παράλληλα με τις κλασικές στρατιωτικές υποχρεώσεις, τραγουδούσα στη στρατιωτική λέσχη, στα στρατόπεδα και στο κέντρο διασκέδασης «Κάραβελ».
Ήταν κάτι σαν άγραφος νόμος, ο τραγουδιστής της λέσχης να τραγουδά και στο «Κάραβελ». Μπορώ να πω, πως όταν τελείωσα το στρατιωτικό τα είχα ζήσει όλα στο νησί. Σε αυτά τα «όλα» περιλαμβάνεται και η γνωριμία μου με μια Χιώτισσα, που έγινε και σύζυγος μου μετά. (Σημ: Είναι η Δήμητρα Μαστοράκη, Νηπιαγωγός)
Μπορούμε να πούμε ότι ο στρατός στάθηκε μοιραίος για σένα;
Μοιραίος και σημαδιακός. Γύρισα όλη την Ελλάδα, πέρασαν κάπου 25 χρόνια και βρέθηκα ξανά το 2012 εδώ, να ζω στα ίδια μέρη. Να ψάλλω στην Παναγία Αγιοδεκτινή, στα υπόγεια της οποίας έμεινα επιφυλακή είκοσι μέρες σε σκηνάκια. Να μένω στο δρόμο που πηγαινοερχόμουνα από την Αγιοδεκτινή στο σχολείο του Κάμπου για να αγοράσω τα απαραίτητα. Να έχω επιχείρηση στο Χαλκειός και να κάνω την ίδια διαδρομή, την περικυκλωμένη με ελιές, που έκανα τότε από το Κάραβελ στο Χαλκειός που ήταν το στρατόπεδο που υπηρετούσα.
Και η διαδρομή από τότε που τελείωσες τη θητεία σου μέχρι το 2012 που ξαναγύρισες, τι περιλαμβάνει;
Ήταν μια διαδρομή γεμάτη τραγούδια. Γεμάτη πάθος για το τραγούδι. Έδωσα πολλή αγάπη στο τραγούδι, αλλά πήρα κιόλας. Γύρισα πάρα πολλά μέρη της Ελλάδας, εισέπραξα πάρα πολλή αγάπη από τον κόσμο και την εισπράττω ακόμα εδώ στη Χίο, που τη θεωρώ πια δεύτερη πατρίδα μου. Έκανα και δυο δισκογραφικές απόπειρες. Η μία κυκλοφόρησε. Οι άλλες δυο ναυάγησαν στο και ένα. Πολλοί με ρωτάνε πως και δεν έκανα καριέρα. Τους απαντώ πως «έτσι έπρεπε να γίνει» και σταματά εκεί η σκέψη μου.
Τώρα το λες; Τότε δεν ένιωσες πικρία για κάποιους ανθρώπους;
Ποτέ στη ζωή μου δεν ένιωσα πικρία. Είναι ο χαρακτήρας μου τέτοιος. Αν με ρωτήσεις ποιοι ήταν οι εχθροί μου, δε θυμάμαι να σου πω. Γιατί κάποιον που τον έχω κάνει πέρα τον έχω ξεχάσει. Με εκφράζει απόλυτα αυτό που είπε ο αξέχαστος Θανάσης Βέγγος. «Δεν έχω χρόνο να ασχοληθώ μ’ εκείνους που με μισούν γιατί δε μου φτάνει ο χρόνος να ασχοληθώ μ’ εκείνους που αγαπάω»
Θρησκεία και ψαλτική. Ποιο επηρέασε το άλλο;
Αναπτύχτηκαν παράλληλα. Μεγάλωσα σε θρησκευόμενη οικογένεια. Με πίστη στο χριστιανισμό και τις αξίες του: να είσαι δίκαιος, έντιμος, αλληλέγγυος. Έτσι οδηγήθηκα στο ψαλτήρι, στη βυζαντινή μουσική και αργότερα στο εκκλησιαστικό λύκειο, όπου φοίτησα τις δυο τελευταίες τάξεις.
Την ψαλτική την ασκούσα περιστασιακά μέχρι το 2012 που ήρθα στη Χίο. Η μόνιμη εγκατάσταση μου στο νησί, έκλεισε και τον κύκλο των περιοδειών ανά την Ελλάδα. Έτσι, παράλληλα με το τραγούδι που το έχω πάντα ως κύριο επάγγελμα και το εξασκώ πια μόνο στη Χίο, έβαλα στο πρόγραμμα τη βυζαντινή μουσική και την ψαλτική. Ψάλλω στην Αγιοδεκτινή και μελετώ καθημερινά. Είναι πολύ δύσκολο να τα κάνεις και τα δύο, διαφορετικά τοποθετείς τη φωνή σου στο κάθε είδος, αλλά τα αγαπώ και τα δυο πολύ και προσπαθώ να τα κατακτώ συνέχεια γιατί αυτός ο δρόμος δεν έχει τελειωμό.
Λειτουργείς εργαστήρι διδασκαλίας τραγουδιού;
Δεν είναι εργαστήρι. Η ιστορία έχει ως εξής: Μου είχε ζητηθεί από το ΑΡΤΙΟΝ να λάβω μέρος σε φιλανθρωπικές εκδηλώσεις. Πάντα είμαι πρόθυμος να συμμετέχω σε τέτοιες προσπάθειες. Μέσα από αυτή τη διαδικασία είδα κάποιους ανθρώπους, ενήλικες, που έχουν μεράκι και αγάπη για το τραγούδι. Θεώρησα υποχρέωσή μου να τους πω ότι εφόσον ετοιμάζουν πρόγραμμα να το παρουσιάσουν στο κοινό, οφείλουν να είναι τουλάχιστον ένα σκαλοπάτι πάνω από το μέσο θεατή. Και γι αυτό πρέπει να έχουν κάνει προηγουμένως μια στοιχειώδη προπόνηση. Τους άρεσε η ιδέα και ξεκινήσαμε. Κλείσαμε ένα χρόνο τώρα. Προετοιμαζόμαστε πριν από κάθε εκδήλωση. Εγώ βοηθώ στην επιλογή του ρεπερτορίου, στα τραγούδια που ταιριάζουν στον καθένα, τους μαθαίνω πως θα πιάσουν το μικρόφωνο, πως θα κοιτάξουν τον κόσμο που τους ακούει, πως θα πάρουν την αναπνοή για να μην πνίγονται στη μέση της λέξης. Δεν τους μαθαίνω νότες, δεν τους διδάσκω μουσική. Τους μεταδίδω την εμπειρία μου, τους καταθέτω τις γνώσεις μου τις μουσικές μέχρι του σημείου που πιστεύω πως μπορούν να καταλάβουν. Αυτό είναι το σκεπτικό μου και επειδή έχουν ειπωθεί διάφορα, θέλω να πω πως δεν υπάρχει οικονομικό όφελος σε αυτή τη φάση πέραν του καφέ που με κερνάνε. Περνάμε καλά και το διασκεδάζουμε κιόλας.
Και η επιχείρηση ποδόσφαιρο πως προέκυψε;
Ξαναγυρίζουμε στο χωριό μου, στα παιδικά μου χρόνια, που ήταν γεμάτα και από ποδόσφαιρο. Ήμασταν δυο ομάδες. Η πάνω γειτονιά, η δική μας, ήταν ο Αίαντας και η κάτω γειτονιά η Ελπίδα. Έπαιζα μπάλα μέχρι που παρουσιάστηκα στο στρατό. Θα μπορούσα να γινόμουν ποδοσφαιριστής, ήμουν ταλαντούχος, μου είχαν προτείνει και μεταγραφή σε ομάδες της ευρύτερης περιοχής, αλλά με κέρδισε η μουσική. Δηλαδή, για να έχω χρόνο να μελετώ βυζαντινή μουσική, προτίμησα να μείνω στην ομάδα του χωριού μου.
Όταν το 2012 ήρθα στην Χίο ψαχνόμουνα τι άλλο να κάνω, διότι το τραγούδι δεν σου δίνει συνέχεια δουλειά. Τότε μου έγινε η πρόταση να αναλάβω μια αθλητική επιχείρηση στο Χαλκειός. Δέχτηκα σκεπτόμενος ότι έτσι θα βγάλω και την αγάπη μου για το ποδόσφαιρο. Την κράτησα δυόμιση χρόνια. Λόγω τοποθεσίας όμως, βρισκόταν μακριά από την πόλη, δε μπορούσε να αναπτυχθεί. Καλή η αποκέντρωση αλλά πρέπει να στηρίζεται. Έτσι, κρατώντας μόνο την ακαδημία ποδοσφαίρου, από όλες τις άλλες δραστηριότητες, κατέβηκα στην πόλη και ίδρυσα τον Αίαντα –Άγιαξ Χίου. Προπονητές είναι δυο ποδοσφαιριστές Α΄Εθνικής, ο Γιώργος Κακούσιος και ο Μανώλης Παπαδόπουλος. Τα παιδιά είναι πολύ τυχερά που τους έχουν δασκάλους.
Να ξαναγυρίσουμε στο τραγούδι. Σκέπτεσαι να προσπαθήσεις ξανά στον τομέα της δισκογραφίας;
Θα ‘λεγα ψέματα αν έλεγα πως δε θέλω. Αλλά όχι πια για τους ίδιους λόγους που ήθελα στο ξεκίνημα. Τα τελευταία χρόνια μου γεννήθηκε η ανάγκη να γράψω μουσική για τραγούδια. Έχω γράψει λοιπόν κάποια σε στίχους δικούς μου και άλλων στιχουργών, όπως είναι η Ευγενία (είπε διάφορα επαινετικά για μένα αλλά ανέλαβα την ευθύνη να μην τα αναφέρω, λόγω του ότι νιώθω άβολα) και συνεχίζω. Όταν ολοκληρώσω μερικά τραγούδια θα τα βγάλω προς τα έξω, μέσα από το διαδίκτυο. Να φτάσουν στα αυτιά κάποιων ανθρώπων που δύσκολα θα γινόταν διαφορετικά εφόσον μένω μακριά από το κέντρο. Μέχρι εκεί. Το τι θα γίνει και πως θα γίνει από εκεί και πέρα δε μπορώ να το ξέρω, ούτε βάζω κάποιο στόχο.
Κάτι τελευταίο που δεν το ρώτησα ίσως;
Είμαι τυχερός στη ζωή μου και ευχαριστώ το Θεό γι αυτό, που ασχολήθηκα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου μέχρι σήμερα μόνο με τις αγάπες μου: τη Μουσική και το Ποδόσφαιρο!