Ο καθένας ότι κάμει, το κάμνει για τον εαυτό του αγόρι μου. Σύρε τώρα στο σκρίνιο, δίπλα απ’ το παράθυρο και κέρασε μας από ένα λουκούμι. Και ωσότου να ανοίξω το ντουλάπι εγώ και να βρω τα γλυκά η γιαγιά έχει κλείσει γενικό. Στέκει με μάτια ορθάνοιχτα και λαλιά δεν βγάνει, κάτι σαν εγκεφαλικό. Βέβαια είναι με τις ώρες τις. Όταν είναι στα καλά της μου μιλά για την Πόλη και για την μάνα της την Γεσθημανή που έκαμνε το καλύτερο ξεμάτιασμα, μα πιο πολύ ακόμα μου μιλά, με ιδιαίτερη συγκίνηση για τον αγαπημένο της. Ολούθε με τον παππού, παντού με σεργιάνισε, τώρα είναι σειρά σας,να φύγω Παναγία μου, να πάω να τον έβρω. Αυτά είναι τα λόγια της. Από τον πεθαμό του πάππου κι έπειτα την πήρε από κάτω. Έχει μαντρωθεί στην σοφίτα και δεν σαλεύει. Η που θα πλαγιάζει στο μπαλοντίβανο ή που θα αγναντεύει την μουριά απ’ το παράθυρο.Άσε που δεν βάνει κομμάτι στο στόμα της.
Τα Πουλιά, του Αλέξανδρου Κουντουρατζή
Ένα πρωινό μου ‘γνεψε να πάω πλάι της στο παράθυρο και σαν ζύγωσα μου είπε: Θωρείς τα πουλάκια απάνω στην μουριά πως τσιμπολογάν τα μούρα;Δώθε κείθε στα κλαδιά χαρούμενα,κοίτα και τον ρουφιάνο τον Θανάση, του ψαρά τον γιο που πάει να στήσει ξόβεργα ο αναθεματισμένος. Τρέχα να διώξεις τα πουλάκια γιε μου τρέχα.Kαι μπήγει τις στριγκλιές. Να σου λοιπόν οι πάντες απάνω να συνεφέρουν την γιαγιά, τσακώνω και εγώ ο καψερός μια ξανάστροφη απ’ το πουθενά κι όλα καλά. Τα πουλάκια βγήκα τα‘διωξα πάντως. Δεν είναι και στα καλύτερα της, είπε ο γιατρός βγαίνοντας απ’ την σοφίτα,συμβουλεύοντας τον πατέρα να την δεχόμαστε καλά-καλά. Εμένα πιο πολύ για τσαρλατάνος μου ‘κανε παρά για γιατρός. Δεν θα καμώνεσε για πολύ στην σοφίτα μικρέ. Είπε ο πατέρας, απόκανε τελείως η γριά, θα σε βάνει καμιάν ώρα στα χέρια της και τα ‘χει τα κουράγια της ακόμη. Η μητριά μου πάλι αδιάφορη, ξέχασε τα δώρα που λάβαινε κάθε φορά που επέστρεφε η γιαγιά απ’ την Πόλη. Λουκούμια τριαντάφυλλο, ντέφια, χρυσάφια και μεταξωτά υφάσματα. Νύφη να σου πετύχει, με το ζόρι της κάμει ένα πιάτο φαΐ. Την αγαπώ την γιαγιά και μολονότι είμαι 11 χρονών δεν σκιάζομαι, και αποζητώ χρόνο μαζί της στην σοφίτα.Τώρα που χειμώνιασε, η γιαγιά κατάπεσε περισσότερο. Προχθές την παρατηρούσα που χάζευε το σεμέν απάνω στο σκρίνιο που πήρε να κιτρινίζει και δάκρυσε η καψερή,και έπειτα την δέχθηκε ο ύπνος με παραμιλητά,«τα πουλάκια, ξαποσταίνουνε απάνω σε 2 όπλα που ‘χουν μασκαρευτεί για ξόβεργα μέσα στο χιόνι. Τράβα να διώξεις τα πουλάκια πριν ηχήσουν οι σειρήνες, έπειτα αναρωτιόνταν, υπάρχουν κατακόμβες για δαύτα; Τι θαρρώ καμωμένη εδώ, α αχ, αχ πουλάκι μου, η κραυγή μου ως το τζάμι μπουσουλά και πάλι πίσω γυρνά». Ύστερα σιωπή. Τώρα που χειμώνιασε χαζεύω και εγώ απ’ το παράθυρο. Η φύση ξεκουράζεται στην παγωνιά, ξαποσταίνει. Αγαλλιάζω σαν παρατηρώ το τελευταίο φως του ήλιου να χρωματίζει τα γυμνά κλαδιά της μουριάς κι ύστερα να μακραίνει, να χάνεται, κλέβοντας κάθε φορά και μια γλυκιά μου σκέψη.Σήμερα χιονίζει απ’ το πρωί.Η γιαγιά μέρες τώρα που ήταν δοσμένη στη θλίψη, σκεβρωμένη δίχως να μιλά, έσπασε την σιωπή και μου ζήτησε να φορέσει το καλό της τσεμπέρι. Δεν της χάλασα χατίρι. Όση ώρα προσπαθούσα να το ταιριάξω, τούτη αναζητούσε την θέα απ’ το παράθυρο.Την σήκωσα και βαδίσαμε μαζί , αργά αργά, σαν γέρικη βελανιδιά που περπατά στα χιόνια. Το τοπίο ντυμένο στα λευκά. Η μουριά θαρρείς και άνθισε εκεί δα απ’ το χιόνι. Τα πουλάκια στα κλαριά, μουδιασμένα απ’ το κρύο ξεχωρίζουν από μακριά. Το ίδιο κι ο Θανάσης, ο ρουφιάνος, με το φλομπεράκι στα χέρια να τα σημαδεύει. Σάστισα. Λιγώθηκα,έτρεμα σύγκορμος για το θέαμα που θα αντίκριζε η γιαγιά. Κραδαίνοντας με μιας την δεξιά μου γροθιά στο παράθυρο, το αίμα πιτσίλισε το σεμέν και ο κρότος από το τζάμι τράβηξε προς το δέντρο.Τα πουλιά δεν τρομάξαν ψέλλισα, ξεύρουν να πεθαίνουν λεύτερα, ξεψύχησε η γιαγιά.
(Τα κείμενα είναι γραμμένα στα πλαίσια του Λογοτεχνικού Εργαστηρίου του Ομήρειου Πνευματικού Κέντρου Δήμου Χίου, με εμψυχωτή τον Γιάννη Μακριδάκη και δημοσιεύονται με τη σύμφωνη γνώμη των δημιουργών τους.)