Αρχική Πολιτισμός Λογοτεχνικό Εργαστήριο 2 Το καλύτερο δώρο, γράφει η Ολγα Κοτοπούλη

Το καλύτερο δώρο, γράφει η Ολγα Κοτοπούλη

343

Πιλότος ήθελε να γίνει ο Παύλος, εστιάτορας κατέληξε στο Μόναχο.
Στα 17 του χρόνια αποφάσισε να ξενιτευτεί καθότι του ήταν αδιανόητο να μείνει στο ίδιο σπίτι με το πατέρα του μετά από αυτό που είδε εκείνη την ημέρα, το οποίο ήταν και η χαριστική βολή για την σχέση τους.
Ποτέ δεν τα πήγαιναν καλά, ήταν εντελώς αντίθετοι χαρακτήρες, ειδικά τώρα στην εφηβεία οι καβγάδες τους ήταν συχνοί, με την μητέρα του πάντα να παίζει τον ρόλο του πυροσβέστη κάτι που εκνεύριζε ακόμα περισσότερο τον πατέρα του ο οποίος στο τέλος ξεστόμιζε τις κλασσικές φράσεις, εσύ τον έχεις κάνει έτσι, τον έχεις καλομάθει, δεν τολμάμε να του πούμε κουβέντα κ.ο.κ. με τον καβγά να μετακυλά σε αυτούς.
Ο Παύλος μεγαλώνοντας απορούσε πως η μητέρα του παντρεύτηκε έναν τέτοιο ψυχρό και σκληρό άνδρα αλλά αυτά ήταν θέματα που εκείνη την εποχή ένα παιδί δεν τολμούσε να ρωτήσει. Το μόνο που ήθελε ήταν να μην του μοιάσει.

της Ολγας Κοτοπούλη

Όταν λοιπόν εκείνη την ημέρα στο σχολικό διάλλειμα, πάνω στη συζήτηση με τον καθηγητή της Μαθηματικών ξεστόμισε για πρώτη φορά αυτό που από μικρό παιδί είχε βάλει σαν στόχο, δηλαδή να γίνει πιλότος και έλαβε την αποστομωτική και ίσως χλευαστική αντίδραση του καθηγητή ότι με αυτό το ύψος να ξεχάσει την σχολή Ικάρων, ο Παύλος απογοητευμένος έφυγε από το σχολείο αμέσως· ήθελε να φτάσει σπίτι πριν έρθουν οι γονείς του από την δουλειά και να κάνει αυτό που έκανε όταν ήταν στενοχωρημένος, θυμωμένος ή απογοητευμένος· να κλειστεί δηλαδή στο δωμάτιο του να πάρει το γουόκμαν να βάλει δυνατά μουσική και να καθίσει εκεί χωρίς να μιλάει σε κανέναν.

Φτάνοντας στο σπίτι και ανοίγοντας την πόρτα με τα κλειδιά του άκουσε θόρυβο από το βάθος. Προχώρησε στον διάδρομο· είδε τον πατέρα του να βγαίνει από το δωμάτιο.
Από την όψη του σχεδόν αμέσως κατάλαβε τι γινόταν στην κρεβατοκάμαρα, από τον τρόμο δε που διέκρινε στα μάτια του πατέρα του κατάλαβε επίσης ότι δεν ήταν η μητέρα του μαζί.
Ο Παύλος τον κοίταξε με αηδία και απογοήτευση, δεν του είπε τίποτα, απλά βάδισε προς την πόρτα και έφυγε από το σπίτι. Γύρισε αργά το απόγευμα, τάχα από την προπόνηση και μετά από το φροντιστήριο όπως θα έκανε μια συνηθισμένη ημέρα και από εκείνο το βράδυ δεν ξαναμίλησε στον πατέρα του πέρα από τα τυπικά.
Κάποια στιγμή προσπάθησε να κάνει μια συζήτηση με την μητέρα του, να της ανοίξει τα μάτια αλλά κατάλαβε ότι αυτή μάλλον δεν ήθελε να δει την πραγματικότητα και απογοητευμένος για άλλη μια φορά περίμενε πως και πως να τελειώσει το σχολείο και να φύγει από το σπίτι με οποιαδήποτε πρόφαση.

Η ευκαιρία που έψαχνε να βρει δεν άργησε πολύ· το Πάσχα ήρθε από την Γερμανία η θεία του η Πίτσα και της ζήτησε να πείσει τους γονείς του να τον πάρει στο Μόναχο μόλις θα τελείωνε η σχολική χρονιά.
Αυτή παιδιά δεν είχε και άλλο που δεν ήθελε να πάει ο Παύλος μαζί, να σπουδάζει και να βοηθάει και στο εστιατόριο τον άντρα της. Έτσι ο Παύλος εκείνο το καλοκαίρι βρέθηκε στο Μόναχο. Στην πατρίδα δεν ξαναγύρισε από την ημέρα που έφυγε μα δεν του έλλειπε καθόλου. Μόνο η μάνα του έλλειπε με την οποία κράτησε επαφή· για τον πατέρα ούτε λόγος, ούτε το όνομα του δεν έλεγε πια.
Με τα χρόνια έφυγε από μέσα του ο θυμός, έγινε απογοήτευση και στο τέλος ίσως και κατανόηση στη βάση του ότι, αυτή τη ζωή διάλεξαν οι γονείς του να ζήσουν μαζί, μέσα στα ψέματα και την υποκρισία· ήταν δικαίωμα τους.

Ήταν στο εστιατόριο εκείνο το μεσημέρι του Δεκέμβρη λίγο πριν τα Χριστούγεννα όταν χτύπησε το τηλέφωνο· ήταν η γυναίκα που πρόσεχε την μητέρα του τα τελευταία χρόνια από τότε που είχε πάθει ένα εγκεφαλικό, η oποία με σπαστά Ελληνικά του είπε ότι ο πατέρας του ξαφνικά δεν ήταν καλά και ότι ο γιατρός που ήρθε διέγνωσε έμφραγμα και κάλεσε το ασθενοφόρο να τον πάρει στο νοσοκομείο· ο γιατρός μου είπε να σας ειδοποιήσω, γιατί ίσως θέλετε να έρθετε να τον προλάβετε συνέχισε η γυναίκα και έκλεισε το τηλέφωνο.
Ο Παύλος κοντοστάθηκε για λίγο· διάφορες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του· τελικά αποφάσισε να πάει. Προσπάθησε να κλείσει εισιτήριο για την ίδια μέρα κιόλας και με απογοήτευση διαπίστωσε ότι όλες οι απευθείας πτήσεις ήταν γεμάτες λόγω των Χριστουγέννων και τότε σκέφτηκε τον καλό του πελάτη τον Φάνη που ήταν πιλότος στην Ολυμπιακή· ίσως αυτός να μπορούσε να κάνει κάτι να βρεθεί ένα εισιτήριο. Ευτυχώς τον βρήκε στο τηλέφωνο αμέσως, του εξήγησε την κατάσταση και ο Φάνης του είπε ότι θα κοιτούσε τι μπορεί να γίνει. Μετά από καμιά ώρα και αφού ο Παύλος είχε πάει σπίτι και είχε ετοιμάσει μια μικρή βαλίτσα, επικοινώνησαν πάλι και με χαρά ο Φάνης ανακοίνωσε κάτι στον Παύλο που τον έκανε προς στιγμήν να σαστίσει· αποφασισμένος όμως καθώς ήταν να ταξιδέψει για την Ελλάδα είπε το ναι.

Έφυγε αμέσως για το αεροδρόμιο· όταν έφτασε πήγε στον γκισέ της Ολυμπιακής να πάρει το εισιτήριο του. Πλήρωσε και όταν πήρε στα χέρια του την κάρτα επιβίβασης την κοίταζε και την ξανακοίταζε χωρίς να πιστεύει αυτό που έβλεπε.
Όλο το διάστημα που πέρασε μέχρι να αποβιβαστεί τελικά στο αεροπλάνο και να τον οδηγήσει η αεροσυνοδός στη θέση του, η οποία ήταν στο πιλοτήριο ανάμεσα και λίγο πιο πίσω από τον κυβερνήτη και τον συγκυβερνήτη του αεροσκάφους χαμογελούσε και ένοιωθε σαν μικρό παιδί που του έκαναν το καλύτερο δώρο. Όταν δε ο κυβερνήτης του έδωσε να φορέσει τα ειδικά ακουστικά για να μπορούν να μιλάνε μεταξύ τους την ώρα της πτήσης ένα δάκρυ κύλισε στα μάτια του και ένα ευχαριστώ σκέφτηκε ότι έπρεπε να προλάβει να πει στον πατέρα του γι’ αυτό το απρόσμενο δώρο.

Διαφήμιση