Γαύγισμα σαν ουρλιαχτό ακούστηκε από το αδέσποτο της πλατείας μόλις η περιφορά του επιταφίου είχε τελειώσει. Έρχεται η Μαριάνθη φώναξε ο Αργύρης στα παιδιά και έτρεξαν όλα πάλι πίσω από τον αυλόγυρο της εκκλησίας.
Όλα εκτός από την πεντάχρονη Μάγια που έστρεψε το βλέμμα · την είδε να κατηφορίζει προς την πλατεία του χωριού. Η Μάγια δεν κουνήθηκε από την θέση της. Έμεινε να κοιτά την γυναίκα που ήταν ξυπόλυτη και ντυμένη με κουρέλια και πλαστικές σακούλες. Ο Αργύρης βγήκε από τον αυλόγυρο· έλα μαζί μας της είπε και άρχισε να την τραβά από το χέρι. Αυτή πισωπατούσε δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από την Μαριάνθη που είχε φτάσει στην πέτρινη βρύση της πλατείας. Την Μαριάνθη που έριξε δυο βρισιές στον αέρα άφησε τις πέτρες που κρατούσε στο πεζούλι, πολεμοφόδια για όποιον την ενοχλούσε, παιδί η σκύλο και άρχισε να πλένεται. Κανείς από τους κατοίκους του μικρού χωριού δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον για το δρώμενο. Είχαν συνηθίσει την Μαριάνθη και το βραδινό της μπάνιο. Όταν τελείωσε πήρε τις πέτρες στο χέρι πάλι και τράβηξε την ανηφόρα προς το χάλασμα που είχε για σπίτι.
της Ολγας Κοτοπούλη
Η Μάγια έμεινε αμίλητη όλο το βράδυ. δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της την μορφή της Μαριάνθης. Μάταια είχε προσπαθήσει να μάθει την ιστορία της από την θεία Μερόπη. Όλοι πίστευαν ότι ήταν στενοχωρημένη λόγω του γεγονότος ότι ο πατέρα της που είχε πια, άλλη, καινούργια οικογένεια. Να μείνεις μαζί τους, το μωρό σε έχει μεγαλύτερη ανάγκη από μένα, ήταν η απάντηση της Μάγιας όταν ο πατέρας, της ανακοίνωσε ότι θα περάσουν το Πάσχα χωριστά. Εγώ θέλω να πάω στο χωριό της θείας Μερόπης που δεν έχω ξαναπάει είπε για να μην τον κάνει να αισθανθεί άσχημα.
Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου πέρασε με τις γνωστές ετοιμασίες. Η Μάγια βοήθησε σε όλες τις δουλειές και όταν μετά το μεσημέρι οι μεγάλοι πήγαν να ξεκουραστούν, έπιασε να ζωγραφίζει. Το βραδάκι ετοιμάστηκε, φόρεσε τα καλά της, την χτένισε η μητέρα της, της έβαλε και μια ροζ κορδέλα στην πλεξούδα που τόσο της άρεσε και ξεκίνησαν για την Ανάσταση. Πηγαίνοντας προς την εκκλησία πέρασαν μπροστά από την πέτρινη βρύση. Η Μάγια ξέφυγε από το χέρι της μητέρας της και έτρεξε προς τα εκεί. Καλή Ανάσταση είπε στην Μαριάνθη που πλενόταν και έβγαλε από την τσέπη της δυο ζωγραφισμένες πέτρες και τις άφησε στο πεζούλι.
(η ζωγραφιστή πέτρα της φωτογραφίας είναι της Ανθής Κουσκούτη).